Εφημερίδα Η Αξία
16 Φεβρουαρίου 2013
Το ΠΑΣΟΚ διαχρονικά προσέλκυε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Κι αυτό γιατί η διαδρομή του ήταν πλούσια και ιδιαίτερη. Όποια και να είναι η αποτίμηση της παρουσίας και της προσφοράς του στην πολιτική ζωή του τόπου, δεν παύει ακόμη και σήμερα να αποτελεί αντικείμενο πολλαπλών συζητήσεων και προβληματισμών. Άλλωστε, είχε την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας για περισσότερα από είκοσι χρόνια, ενώ σήμερα είναι ένας από τους τρεις πυλώνες της κυβέρνησης συνεργασίας.
Οι πολιτικές που ακολούθησε σημάδεψαν αναμφίβολα την πορεία του τόπου. Όμως, η πρόσφατη κυβερνητική του θητεία φαίνεται να το έχει πλήξει ανεπανόρθωτα. Στη συνείδηση της πλειονότητας της κοινής γνώμης έχει καταγραφεί ως φυσικός και ηθικός αυτουργός της πρωτοφανούς κρίσης στην οποία οδηγήθηκε η χώρα. Το γεγονός αυτό έχει άρει τη σχέση εμπιστοσύνης την οποία είχε χτίσει με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, για πάνω από τρεις δεκαετίες.
Το εκλογικό και πολιτικό ναυάγιο που υπέστη στις διπλές εκλογές του 2012 έδειξε ότι το μείζον πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα είναι η απονομιμοποίησή του. Η συρρίκνωσή του υπήρξε πρωτοφανής, με αποτέλεσμα η κοινωνική και πολιτική του βάση να αποσυντεθεί και να κατακερματιστεί. Μεγάλες κατηγορίες πολιτών το εγκατέλειψαν, αναζητώντας αλλού πολιτική στέγη. Η απόδρασή τους δεν φαίνεται να είναι πρόσκαιρη. Αντίθετα, εμφανίζει στοιχεία πολιτικής μετατόπισης. Οι μεταβολές και οι ανακατατάξεις που έγιναν στον κομματικό χάρτη οφείλονται σε πολλούς και σύνθετους λόγους.
Ως εκ τούτου, τα προβλήματα που καλείται να διαχειριστεί η σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ είναι πολύπλοκα και δύσκολα. Η άρνησή της να προχωρήσει σε μια ουσιαστική πολιτική αποτίμηση των πεπραγμένων της τελευταίας κυβερνητικής θητείας τής στερεί τη δυνατότητα να ανοίξει διαύλους επικοινωνίας με τη μεγάλη κοινωνική δεξαμενή, από την οποία το ΠΑΣΟΚ αντλούσε πάντα δυνάμεις. Στην πραγματικότητα αυτοπεριορίζεται στις εναπομένουσες, αδυνατώντας να προκαλέσει το ενδιαφέρον όλων εκείνων που έχουν πολιτικά μεταναστεύσει αλλού.
Εξάλλου, η τωρινή πολιτική εικόνα του ΠΑΣΟΚ κάθε άλλο παρά ελκυστική και καθαρή είναι. Παραπέμπει στο πρόσφατο αμαρτωλό και απαξιωμένο παρελθόν, στερείται διακριτού στίγματος, ενέχει στοιχεία σύγχυσης και είναι αντιφατική. Ο πολιτικός του λόγος είναι αποσπασματικός και ανακόλουθος, αναφέρεται σε επί μέρους ζητήματα, δείχνει να είναι επιρρεπής σε πελατειακές αντιλήψεις και δεν υπαγορεύεται από κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο ανόρθωσης της χώρας και της οικονομίας.
Στερούμενο στρατηγικής, αντιμετωπίζει με αμηχανία και παλινωδίες τη συμμετοχή του στην τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά. Άλλοτε συμπολιτεύεται, άλλοτε αντιπολιτεύεται, χωρίς να έχει κάνει τις απαραίτητες πολιτικές οριοθετήσεις για τη συμπαράταξή του με τη Νέα Δημοκρατία και τη ΔΗΜΑΡ. Μάλιστα, θέλοντας να λειάνει το μνημονιακό του πρόσωπο, επιδίδεται σε μια διαρκή προσπάθεια πλειοδοσίας διαφόρων οικονομικών και κοινωνικών αιτημάτων, όταν γνωρίζει ότι πολλά από αυτά δεν είναι συμβατά με τα όσα το ίδιο ως κυβέρνηση είχε αποδεχτεί.
Οι αντιφάσεις και οι αντινομίες που εμφανίζει αφενός απομειώνουν την προσπάθειά του να στηρίξει ουσιαστικά μια κυβέρνηση συνεργασίας, αφετέρου προκαλούν σύγχυση στους ψηφοφόρους που του έχουν απομείνει, αλλά και στα στελέχη του, όσον αφορά τους πολιτικούς όρους της σύμπραξής του στη συγκυβέρνηση των τριών.
Ως κυβερνητικός εταίρος, δεν έχει καταφέρει να συνθέσει μια συνεκτική και αποτελεσματική στρατηγική που θα του επέτρεπε να έχει τη δική του συμβολή στην ανάταξη της χώρας. Ακολουθώντας επαμφοτερίζουσες θέσεις, συνέβαλε στη δημιουργία ενός ετεροβαρούς κυβερνητικού σχήματος και ταυτόχρονα απώλεσε το δικό του πολιτικό στίγμα.
Έτσι, επέτρεψε να αναπτυχθούν στο εσωτερικό του διαμετρικά αντίθετες απόψεις, ενισχύοντας περαιτέρω τη σύγχυση και την ασάφεια. Δεν είναι τυχαίο ότι τα μισά πρωτοκλασάτα στελέχη του θέλουν να γίνουν υπουργοί στην τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά, ενώ τα υπόλοιπα θέτουν επί τάπητος το ζήτημα της αποχώρησης του ΠΑΣΟΚ από αυτή.
Βέβαια, το πρόβλημα στρατηγικής του κόμματος δεν ενέκυψε ξαφνικά. Προκλήθηκε από τις πολιτικές που υιοθέτησαν και ακολούθησαν οι κυβερνήσεις του Γιώργου Παπανδρέου. Στην ουσία, οι πολιτικές αυτές πολτοποίησαν το ΠΑΣΟΚ, οδηγώντας το στην κρίση και την αποδόμηση.
Η νέα ηγεσία του, στερούμενη προσανατολισμού, αντιμετωπίζει δυσκολίες στην προσπάθειά της να το ανατοποθετήσει στο νέο πολιτικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί. Μολονότι διακηρύσσει την ανάγκη ανασύστασης, στην πράξη αδυνατεί να επιβάλλει τις αναγκαίες ανατροπές και υπερβάσεις. Παραμένει δέσμια ισορροπιών και πολιτικών εξυπηρετήσεων, οι οποίες δεν τη βοηθούν να προχωρήσει σε μια πραγματική τομή στον αποκαλούμενο χώρο της Κεντροαριστεράς.
Η αμφισημία της στο ζήτημα αυτό είναι χαρακτηριστική. Από τη μια, προσκαλεί τη ΔΗΜΑΡ σε ανοιχτό διάλογο για τη δημιουργία μιας νέας κεντροαριστερής παράταξης, ενώ την ίδια στιγμή αρνείται την οποιαδήποτε οριοθέτηση απέναντι στη διακυβέρνηση Παπανδρέου. Καλεί δηλαδή τον κ. Κουβέλη να επιμεριστεί τις ευθύνες και τα λάθη μιας κυβερνητικής περιόδου που έπληξε ανεπανόρθωτα την ανθεκτικότητα και την αξιοπιστία του ΠΑΣΟΚ. Θέλει να συνυπάρξουν σε ένα, το τοξικό πολιτικό προϊόν με μια εκδοχή της ανανεωτικής Αριστεράς, η οποία και αυτή δεν παύει να κουβαλά τις ιδεοληψίες και τις εμμονές της.
Συμπερασματικά το ΠΑΣΟΚ, αναζητώντας τη νέα του ταυτότητα, καλείται να καθορίσει τη στρατηγική του για τα μεγάλα προβλήματα της χώρας και της οικονομίας, να οριοθετήσει τις σχέσεις του με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις αποκτώντας αυθύπαρκτο και διακριτό στίγμα, να αποσαφηνίσει τις θέσεις του για τις κυβερνητικές και προγραμματικές συνεργασίες και, τέλος, να δώσει τις δικές του απαντήσεις για τη θεμελίωση ενός νέου πολιτικού υποκειμένου, του οποίου οι ιδεολογικές και πολιτικές σημάνσεις θα αναφέρονται στην Κεντροαριστερά.