Εφημερίδα Η Αξία
13 Απριλίου 2013
Η αναπροσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ στη νέα πολιτική πραγματικότητα δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Κι αυτό γιατί οι αντιφάσεις και οι συνεχείς παλινωδίες του δυσχεραίνουν την προσπάθειά του. Άλλωστε, το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης δεν είχε και δεν έχει καθαρή και αποσαφηνισμένη ταυτότητα.
Ως αμιγώς αντιμνημονιακό σχήμα, είναι φυσικό να βρίσκεται αντιμέτωπο με τις δυστοκίες, ακόμη και τις αντινομίες, που προκαλούνται εξαιτίας της μονομερούς και στατικής πολιτικής του. Το ενδογενές αυτό πρόβλημα στέκεται τροχοπέδη τόσο στην ομογενοποίηση των αντιτιθέμενων απόψεων απέναντι σε μείζονα ζητήματα, όπως είναι η παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, όσο και στην ισχυροποίηση και περαιτέρω ανάπτυξη του ίδιου ως πολιτικού φορέα.
Το πρόβλημα αυτό προσλαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις, τώρα που η ηγεσία του επιχειρεί να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική της στα νέα δεδομένα. Θέλοντας να συγκεράσει διαφορετικές θέσεις και προσεγγίσεις, αντί να αποσαφηνίζει το πολιτικό της μήνυμα εντείνει περισσότερο τις αντιφάσεις και τις συγχύσεις. Στερούμενη καθαρής πολιτικής, οδηγείται σε ακροβασίες, οι οποίες την καθιστούν ευάλωτη στις επικρίσεις των αντιπάλων της, ενώ ταυτόχρονα εμπεδώνεται στην κοινή γνώμη η εικόνα ενός κόμματος που διαπνέεται από αλληλοσυγκρουόμενες, παράδοξες και αλλοπρόσαλλες απόψεις.
Η αμφισημία και τα αντιφατικά μηνύματα είναι βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Αποκαλυπτικές είναι οι απόψεις που εξέφρασε πρόσφατα σε συνεντεύξεις του ο Αλέξης Τσίπρας. Αναιρώντας την προηγούμενη θέση του ότι το ευρώ είναι το εθνικό νόμισμα της χώρας, άφησε ορθάνοιχτη την πόρτα της εξόδου από την Ευρωζώνη.
Προκειμένου να μπολιάσει στις αμφίσημες πολιτικές του όλους εκείνους που ερωτοτροπούν ανοιχτά με την επιστροφή στη δραχμή, φτάνει στο σημείο να υποστηρίζει ότι το δίλλημα που έχουμε μπροστά μας δεν είναι αν είμαστε υπέρ ή κατά του ευρώ, αλλά υπέρ ή κατά της λιτότητας. Καταφεύγοντας σε σοφιστείες προσπαθεί να μας πείσει ότι το ευρώ είναι κάτι ουδέτερο, κάτι εντελώς δευτερεύον και ανεξάρτητο από τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Δεν αντιλαμβάνεται πως το εγχείρημα της Ευρωζώνης είναι ζήτημα στρατηγικής σημασίας για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ότι η αποδόμησή του θα οδηγήσει τους λαούς της Ευρώπης, και κυρίως του Νότου, σε συνθήκες εξαθλίωσης, χρεοκοπίας και κατάρρευσης των οικονομιών τους. Και εν τέλει δεν συνειδητοποιεί ότι οι συγκεκριμένες απόψεις του επιτείνουν τη νομισματική αβεβαιότητα, οξύνουν την ύφεση, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε πιο σκληρές πολιτικές λιτότητας.
Πατώντας σε δύο βάρκες, του ευρώ και της δραχμής, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κρατά κάτω από την κομματική του ομπρέλα τους θιασώτες του ενός ή του άλλου νομίσματος, όμως ταυτόχρονα αυτοϋπονομεύεται και εκτίθεται ανεπανόρθωτα. Προτάσσοντας τις εσωκομματικές ισορροπίες, και τον μικρόκοσμο των συνιστωσών του είναι σαν να προσπαθεί να τετραγωνίσει τον κύκλο.
Με την τακτική αυτή, όμως, εμφανίζεται επιρρεπής στις ανερμάτιστες προσεγγίσεις ή τις παλινωδίες, και αντί να αμβλύνει οξύνει τις αντιφάσεις, τις αντινομίες και τις ασάφειες που εξαρχής χαρακτήριζαν το χώρο του οποίου ηγείται. Παράλληλα, αδυνατώντας να διαχειριστεί και να προσαρμόσει την πολιτική του στα νέα δεδομένα που έχουν προκύψει στη χώρα μας και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν είναι σε θέση να συγκροτήσει μια στρατηγική διεξόδου από την κρίση.
Δεν είναι τυχαίο ότι η προσπάθεια αναπροσαρμογής του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης σκοντάφτει στα ενδογενή αυτά προβλήματα και καθίσταται ατελέσφορη. Η στασιμότητα και η υποχώρησή του καταγράφεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις, καθώς δεν μπορεί να καρπωθεί την έντονη και δικαιολογημένη δυσαρέσκεια των πολιτών.
Η έλλειψη καθαρών και ρεαλιστικών θέσεων για τα μείζονα προβλήματα της χώρας, σε συνδυασμό με την εμφανή αδυναμία του Αλέξη Τσίπρα να εκφράσει μια εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, δυσχεραίνουν την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να αποκτήσει κυβερνησιμότητα , ενώ ταυτόχρονα απομειώνουν την όποια ηγετικότητα διαθέτει ο επικεφαλής του.
Η κρίση και η χρεοκοπία της χώρας εκτόξευσαν το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στο 27%, φέρνοντάς τον στη θέση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Ωστόσο, η αδυναμία του να προσαρμόσει τη στρατηγική του στο νέο του ρόλο είναι εμφανής. Συνεχίζει να πολιτεύεται ως κόμμα διαμαρτυρίας του 4%. Δεν μπορεί να συνθέσει νέες πολιτικές που θα τον καθιστούν δύναμη ευθύνης και πολιτικού ρεαλισμού.
Η αντίφαση αυτή καθιστά αδύνατη τη διεύρυνση της πολιτικής και κοινωνικής του επιρροής, καθώς και την απόκτηση αξιόπιστων κυβερνητικών εταίρων. Η συμπαράταξή του με τους Ανεξάρτητους Έλληνες απομειώνει, στην πραγματικότητα υπονομεύει, την προσπάθειά του να αποδείξει ότι είναι μια εναλλακτική πρόταση διεξόδου από την κρίση. Εξάλλου, η αρνητική εμπειρία της Κύπρου μάς έδειξε περίτρανα τα αδιέξοδα του καταγγελτικού λόγου, της άρνησης και του λαϊκισμού.
Συνοπτικά, η επιχειρούμενη αναπροσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ καθίσταται ατελέσφορη, όσο η ηγεσία του παραμένει δέσμια θολών και αντιφατικών πολιτικών. Η αμφισημία που επιδεικνύει σε καίρια στρατηγικά ζητήματα, όπως αυτό της παραμονής της χώρας μας στην Ευρωζώνη, περιορίζει το πολιτικό ακροατήριό του. Το πολιτικό κεφάλαιο που απέκτησε ως αντιμνημονιακό κόμμα δεν επαρκεί για την επίτευξη των στόχων του. Αν δεν το διευρύνει, θα βρεθεί μετέωρος. Ακόμη και τα έτοιμα κάποια στιγμή εξαντλούνται.