Εφημερίδα Η Αξία
1 Ιουνίου 2013
Με ισχυρούς κλυδωνισμούς έρχεται αντιμέτωπη η τρικομματική κυβέρνηση. Αφορμή αυτή τη φορά το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, το οποίο θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τη συνοχή και την ανθεκτικότητά της. Το ρήγμα που δημιουργήθηκε δεν είναι αμελητέο. Δείχνει τις δομικές αδυναμίες της, αλλά και τη δυσαρμονία που υπάρχει ανάμεσα στους κυβερνητικούς εταίρους για καίρια ζητήματα.
Βεβαίως κανείς δεν περίμενε –και δεν θα ήταν εύλογο- ότι με τη συνύπαρξή τους θα εξαλείφονταν οι μεταξύ τους ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές. Αυτές είναι υπαρκτές, ουσιαστικές και επηρεάζουν τις κομματικές επιλογές και αποφάσεις τους. Άλλωστε, το αντιρατσιστικό έχει αμιγώς ιδεολογικά χαρακτηριστικά και από τη φύση του δημιουργεί ιστορικές και αξιακές φορτίσεις. Ως εκ τούτου, είναι φυσικό να υπάρχουν ενστάσεις και δυστοκίες.
Η Νέα Δημοκρατία, για παράδειγμα, δεν παύει να είναι ένα βαθιά συντηρητικό κόμμα, το οποίο ενδιαφέρεται να αυξήσει τη χαμένη επιρροή του σε κοινωνικά στρώματα που διαπνέονται από ξενοφοβικές αντιλήψεις και ρέπουν στον εθνικολαϊκισμό. Εξάλλου, διαχρονικά, εμπλούτιζε τις πολιτικές της δεξαμενές με μια ευρύτερη γκάμα δυνάμεων, στην οποία συνυπήρχαν οι εθνικόφρονες και εθνικιστικές δυνάμεις με τις μετριοπαθείς και ευρωπαϊκές, οι αναχρονιστικές με τις μεταρρυθμιστικές. Η πολυσυλλεκτικότητά της οφειλόταν στη συνύπαρξη ετερόκλητων δυνάμεων που συνυπήρχαν κάτω από την ίδια κομματική στέγη.
Στη μνημονιακή Ελλάδα, ωστόσο, ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων ήταν φυσικό να πλήξει και τον χώρο της Νέας Δημοκρατίας. Η αποσκίρτηση ενός σκληρού εθνικόφρονα πυρήνα, ο οποίος συγκρότησε τους Ανεξάρτητους Έλληνες, έδειξε με τον καλύτερο τρόπο ότι στους κόλπους της φώλιαζαν οι δυνάμεις του εθνικολαϊκισμού. Αυτό απέδειξε και η καταγεγραμμένη στις δημοσκοπήσεις εκροή ψηφοφόρων της προς το περιβόητο «βαρβαρικό μόρφωμα» της Χρυσής Αυγής, για να θυμηθούμε και τον ποιητή Νάνο Βαλαωρίτη.
Η ευρωπαϊκή στροφή του Σαμαρά τον οδήγησε σε μια συνολική πολιτική ανατοποθέτηση. Η εναρμόνισή του με τις προοδευτικές και μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, αναμφίβολα του προσέδωσε μεγαλύτερη πολιτική αξία, καθώς διεύρυνε το ακροατήριό του. Η απεξάρτησή του από την εθνικιστική και λαϊκίστικη ρητορεία συνέβαλε καθοριστικά στην αλλαγή της δημόσιας εικόνας του. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου, το προφίλ του ευρωπαϊστή υπερκέρασε αυτό του σκληρού δεξιού.
Με την υπέρβαση αυτή είχε τη δυνατότητα να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ανασύνθεσης του ευρύτερου κεντροδεξιού χώρου. Οι απώλειες του προς την Ακροδεξιά θα ισοσκελίζονταν με την ανάπλαση και διεύρυνση των σχέσεών του με μετριοπαθείς δυνάμεις που κινούνται στο αποκαλούμενο πολιτικό κέντρο. Με το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, ωστόσο, αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της παλινδρόμησης και περιχαράκωσής του στον αμιγώς δεξιό χώρο.
Παράλληλα ο Α. Σαμαράς, ως πρωθυπουργός κυβέρνησης συνεργασίας, είχε ενισχύσει περαιτέρω την ηγετικότητά του. Έδειχνε ότι διαθέτει την ικανότητα να συνθέτει διαφορετικές πολιτικές προτάσεις, χωρίς να παγιδεύεται σε μονομέρειες και ιδεοληψίες. Η προσαρμογή του στα νέα δεδομένα του προσέδωσε την εικόνα ενός πολιτικού που εξελίσσεται, που δεν μένει στατικός που «διαβάζει» τις διαγραφόμενες εξελίξεις.
Αναπροσαρμόζοντας τη στρατηγική του, απέκτησε συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι των αντιπάλων του. Ωστόσο με την υπαναχώρησή του στο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο απομειώνει ο ίδιος τα πλεονεκτήματα αυτά. Η συγκεκριμένη στάση του δεν του προσθέτει, του αφαιρεί. Τον εμφανίζει ευάλωτο στις επικρίσεις και στις ενστάσεις που διατυπώθηκαν είτε από τον συντηρητικό κομματικό του μηχανισμό, είτε από εξωπολιτικούς κύκλους, όπως είναι η Εκκλησία. Ωστόσο, ο πολιτικός ηγέτης οφείλει να πηγαίνει και κόντρα στο ρεύμα αν χρειαστεί, χωρίς να υπολογίζει τις όποιες πρόσκαιρες απώλειες, που έτσι κι αλλιώς θα αποδειχθούν αμελητέες σε σχέση με το μεγαλύτερο όφελος.
Πάντως, πέραν όλων των άλλων, το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο ανέδειξε κι ένα επίσης σημαντικό ζήτημα: την αναγκαιότητα υπέρβασης των κομμάτων της ιδεολογικής συνοχής. Το μοντέλο αυτό αποδεικνύεται παρωχημένο και εντελώς ακατάλληλο για πολιτικούς σχηματισμούς που θέλουν ο λόγος και οι θέσεις τους να τυγχάνουν ευρύτερης υποστήριξης.
Όσο η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ ήταν ανοιχτά στις διαφορετικές απόψεις, ακόμη και στις διαφορετικές ιδεολογικές αποχρώσεις, αποτελούσαν πολυσυλλεκτικά κόμματα με ισχυρή απήχηση. Η εμμονή στη λογική της ιδεολογικής συνοχής, περιορίζει την εμβέλεια και την επιρροή ενός κόμματος, αλλά και την άσκηση αποτελεσματικής πολιτικής.
Σήμερα οι ανάγκες και οι απαιτήσεις έχουν αλλάξει, νέα δεδομένα έχουν προκύψει στο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον. Οι σύγχρονες παρατάξεις οφείλουν να στηρίζονται σε προγραμματικές συμφωνίες. Με αυτές μπορούν να διευρύνουν τα πολιτικά τους όρια, εκπροσωπώντας διαφορετικές δυνάμεις. Κυρίως, όμως, οφείλουν να στοχεύουν στις μεταξύ τους συνεργασίες, συνέργειες και συγκλίσεις, στο πλαίσιο μιας συμφωνημένης καθαρής πολιτικής ατζέντας, ειδικά σε ζητήματα μείζονος σημασίας.
Για παράδειγμα, οι μετανάστες είναι μια πραγματικότητα. Τα προβλήματα που δημιουργούνται πολλαπλά και δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από κομματικούς σχηματισμούς που παραμένουν εγκλωβισμένοι σε παραδοσιακούς φορμαλισμούς, με εμφανή τα αναχρονιστικά αντανακλαστικά και τα φοβικά σύνδρομα.
Το βέβαιο είναι ότι οι αναταράξεις που προκάλεσε το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο έχουν πλήξει και την κυβερνησιμότητα του υπάρχοντος τρικομματικού σχήματος. Οι δυστοκίες και οι αντιθέσεις που είχαν δημιουργηθεί κατά καιρούς δεν λειτούργησαν αποσταθεροποιητικά για την κυβέρνηση. Εξάλλου ποτέ άλλοτε δεν κλήθηκε να διαχειριστεί ένα αμιγώς ιδεολογικό θέμα. Ίσως αυτό να λειτούργησε και ως αφορμή για να βγουν στην επιφάνεια οι βαθύτερες και ουσιαστικότερες διαφωνίες τους. Κυρίως, όμως, αναδείχθηκε περίτρανα εκείνο που από την αρχή ήταν εμφανές: η απουσία κοινού προγραμματικού πλαισίου.