Εφημερίδα Η Αξία
8 Ιουνίου 2013
Η περίοδος του μέλιτος μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων φαίνεται πως έχει παρέλθει. Η πολιτική φαγούρα διαταράσσει τις σχέσεις τους. Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο ήταν η αρχή. Οι διαφωνίες πλέον διατυπώνονται δημοσίως και αφορούν επιμέρους κυβερνητικούς χειρισμούς, αλλά και θέματα μείζονος σημασίας.
Η απουσία σύμπνοιας δημιουργεί εντάσεις και ανταγωνισμούς, θέτοντας καίρια ερωτήματα ως προς τη συνοχή, την ανθεκτικότητα και την αποτελεσματικότητα της τρικομματικής κυβέρνησης. Ένα χρόνο μετά τον σχηματισμό της, οι δυστοκίες αυξάνονται, οι αποκλίσεις αντί να αμβλύνονται οξύνονται και η συμπόρευσή της επισκιάζεται από τις κομματικές και προσωπικές σκοπιμότητες.
Η Νέα Δημοκρατία αντιμετωπίζει την κυβέρνηση ως μονοκομματική. Η συμπεριφορά της αποπνέει αυταρέσκεια και ηγεμονισμό, υπενθυμίζοντάς μας τις προηγούμενες γαλάζιες επελάσεις στο κράτος. Βλέποντας τη δημοσκοπική της άνοδο, αδιαφορεί επιδεικτικά για την ανάγκη συνεργασίας με τους κυβερνητικούς της εταίρους – παραβλέπει προφανώς ότι χωρίς αυτούς δεν θα είχε την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Θεωρεί το υπάρχον κυβερνητικό σχήμα μια πολιτική παρένθεση. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ αποδέχεται τη δημοσιονομική εξυγίανση, βάζει φρένο στην υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων στη Δημόσια Διοίκηση.
Στην πραγματικότητα η Νέα Δημοκρατία εξακολουθεί να βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του σήμερα. Η ευρωπαϊκή στροφή του Σαμαρά, φαίνεται σαν να μην την έχει αγγίξει· είτε γιατί ο ίδιος δεν ασχολήθηκε καθόλου με το κόμμα που ηγείται, είτε γιατί η ίδια παραμένει ένας μαρμαρωμένος πολιτικός σχηματισμός, εμποτισμένος από τις συνήθειες και τις πρακτικές του παρελθόντος.
Το ιδεολογικοπολιτικό της στίγμα χαρακτηρίζεται από έναν φιλελευθερισμό στην ουσία επίπλαστο, κάτω από τον οποίο υποκρύπτονται έντονα στοιχεία συντηρητισμού και λαϊκισμού. Το πολιτικό της προσωπικό –στην πλειονότητά του φθαρμένο και ξεπερασμένο- ανακυκλώνεται, περιορίζοντας τη δυναμική και την επιρροή του κόμματος και εν τέλει την ανασύνθεση της Κεντροδεξιάς ως φορέα μεταρρυθμιστικής πολιτικής.
Το πρόβλημα, λοιπόν, του Σαμαρά δεν είναι τόσο η έλλειψη συγχρονισμού με τους άλλους κυβερνητικούς εταίρους, όσο το ίδιο το κόμμα του, το οποίο παραμένει ένα αναχρονιστικό πολιτικό σχήμα, και ως τέτοιο υπονομεύει την κυβέρνηση και το έργο της.
Ως προς τον άλλον κυβερνητικό εταίρο, το ΠΑΣΟΚ, η προσαρμογή του στη νέα πολιτική πραγματικότητα είναι περισσότερο από επώδυνη. Το πρόβλημα επιτείνεται από την αδυναμία της ηγεσίας του να χαράξει μια σταθερή στρατηγική.
Ευρισκόμενο σε κατάσταση παραζάλης, δεν μπορεί να αντιληφθεί τα νέα δεδομένα, μέσα στα οποία οφείλει να κινηθεί. Η συμπεριφορά του δείχνει πως δεν έχει καταλάβει τι ακριβώς έχει συμβεί. Εξακολουθεί να ζει στον μικρόκοσμό του, αρνούμενο να αναλάβει τις ευθύνες του για την κρίση και τη χρεοκοπία της χώρας.
Υπερηφανεύεται για την πολιτική που ακολούθησε στη διάρκεια της πρόσφατης κυβερνητικής του θητείας, ξεχνώντας ότι αυτή το οδήγησε σε πλήρες ναυάγιο. Θεωρεί την κατάρρευση και την αποσύνθεσή του παροδικό φαινόμενο, ενώ τα γεγονότα αποδεικνύουν το αντίθετο. Υποστηρίζει ότι θα ανέβει μαζί με τη χώρα, ενώ οι δημοσκοπήσεις το εμφανίζουν σε συνεχή υποχώρηση και πτώση.
Αν και κυβερνητικός εταίρος δεν εισπράττει κανένα όφελος, σε αντίθεση με τη Νέα Δημοκρατία. Ως φθαρμένο και τοξικό πολιτικό προϊόν, αδυνατεί να εκμεταλλευτεί ακόμη και τις ανεπάρκειες ή της μονομέρειές της. Στερούμενο αξιοπιστίας και φερεγγυότητας, της επιτρέπει να συμπεριφέρεται ηγεμονικά και παλαιοκομματικά.
Παράλληλα, η στήριξή του προς την κυβέρνηση κάθε άλλο παρά γόνιμη και αποτελεσματική αποδεικνύεται, καθώς χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις και παλινωδίες, και κυρίως από την πλειοδοσία σε φιλολαϊκά αιτήματα. Μάλιστα, την τελευταία περίοδο, θέλοντας να ενδυναμώσει τον πολιτικό του ρόλο καταφεύγει σε άκαιρες και αψυχολόγητες ενέργειες και πρωτοβουλίες.
Ωστόσο, το πρόβλημά του ΠΑΣΟΚ είναι βαθύτερο και δεν αντιμετωπίζεται με πολιτικές ενέσεις, ούτε με τις απέλπιδες προσπάθειές του να φανεί περισσότερο κοινωνικά ευαίσθητο. Η έλλειψη μιας στρατηγικής επαναθεμελίωσης της πολιτικής του παρουσίας, σε συνδυασμό και με την αποψίλωση του από ικανά και επαρκή στελέχη, το καθιστούν αδύναμο στο να έχει το δικό του ρόλο και τη δική του ξεχωριστή συμβολή σε μια πραγματική κυβέρνηση συνεργασίας.
Τέλος, ως προς τη ΔΗΜΑΡ, είναι εμφανές ότι οι διακηρύξεις της περί κυβερνώσας Αριστεράς βρίθουν από αντιφάσεις και αντινομίες. Αν και νεοπαγής πολιτικός φορέας, φαίνεται να κουβαλάει όλες τις παραδοσιακές αριστερές ιδεοληψίες, από τις οποίες δεν μπορεί να απεξαρτηθεί. Παραπέμπει σε μια συνομοσπονδία παραγόντων που υποστηρίζουν αντιφατικές πολιτικές. Ακολουθώντας την τακτική των ισορροπιών και του συγκερασμού, έχει χάσει την προωθητική της δύναμη.
Μολονότι είναι ο μόνος εταίρος χωρίς προηγούμενη κυβερνητική φθορά, η άρνησή της να ταυτιστεί με μια καθαρή και ισχυρή μεταρρυθμιστική ατζέντα, της αφαιρεί τη δυνατότητα να έχει το δικό της συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, που στη συνείδηση της κοινής γνώμης θεωρούνται υπεύθυνα για την κρίση.
Συνοπτικά, οι δυσλειτουργίες και οι αναταράξεις που εμφανίζει η τρικομματική κυβέρνηση δεν οφείλονται μόνο στην απουσία ενός καθαρού πολιτικού και προγραμματικού πλαισίου, αλλά και στα ενδογενή προβλήματα –αναχρονισμούς, αντιφάσεις, ανακολουθίες- που αντιμετωπίζει το κάθε κόμμα χωριστά. Συνεπώς, όσο οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί αδυνατούν να υποτάξουν το κομματικό συμφέρον στο εθνικό, τόσο οι κραδασμοί θα πολλαπλασιάζονται και οι δυστοκίες θα πλήττουν την αποτελεσματικότητα και βιωσιμότητα του κυβερνητικού σχήματος.