Εφημερίδα Η Αξία
13 Ιουλίου 2013
Το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόσθεσε κάτι διαφορετικό στην πολιτική εικόνα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στην πραγματικότητα, δεν συνιστά τη γέννηση ενός νέου πολιτικού φορέα, ούτε συνοδεύτηκε από καινούργιες ιδέες και νέες προσεγγίσεις. Απλώς επικύρωσε την υπάρχουσα και γνωστή πολιτική φυσιογνωμία, που πάνω από έναν χρόνο τώρα έχει κατοχυρώσει ο χώρος αυτός. Ταυτόχρονα, επιβεβαίωσε την ύπαρξη διαφορετικών και διαμετρικά αντίθετων απόψεων στο εσωτερικό του.
Πάντως, γεγονός είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να αποκρυσταλλώσει την πολιτική και τη στρατηγική του. Το πρόβλημα αυτό δεν συνίσταται στην απουσία βούλησης, αλλά στις ενδογενείς αντιφάσεις που αυτός αντιμετωπίζει. Η αδυναμία του να συγκεράσει σε μια ενιαία και συνεκτική πολιτική τις απόψεις που τον διαπερνούν, δυσχεραίνει το εγχείρημα της ενοποίησής του.
Ως εκ τούτου, το πρόβλημά του δεν είναι οργανωτικό αλλά αμιγώς πολιτικό. Καταργώντας τις συνιστώσες, σε καμία περίπτωση δεν εξαλείφει τις πολιτικές που αυτές υποστήριζαν, οι οποίες έχουν εμποτίσει τον κομματικό και εκλογικό του κορμό. Η πανσπερμία των θέσεων αντανακλά τις αντινομίες και τις αντιφάσεις που χαρακτήριζαν το σχήμα του ΣΥΡΙΖΑ από την πρώτη στιγμή της συγκρότησής του.
Είναι φυσικό το κατεξοχήν αντιμνημονιακό του στίγμα να καθορίζει την πολιτική του ταυτότητα και κατ’ επέκταση, τις θέσεις που υποστηρίζει το συγκεκριμένο κόμμα σε μια σειρά από καίρια ζητήματα της χώρας και της οικονομίας. Πάνω σε αυτή τη βάση θεμελιώνεται και εξαντλείται και ο πολιτικός του λόγος. Ακολουθώντας μια σκληρή αντιμνημονιακή στρατηγική έχει καταφύγει σε απολυτότητες, ξεχνώντας ότι την κρίση και τη χρεοκοπία δεν την προκάλεσαν τα μνημόνια.
Αναμφίβολα, αυτά είχαν δυσμενείς παρενέργειες, γιατί δεν έλαβαν καθόλου υπόψη τους τις ιδιαιτερότητές της και τα χαρακτηριστικά της χώρας και της ελληνικής οικονομίας, ήταν ξένες συνταγές. Η αποδέσμευσή μας από τις μνημονιακές υποχρεώσεις μπορεί να ακούγεται ωραία, τα ερωτήματα όμως που αυτή θέτει δεν έχουν αυτονόητες απαντήσεις.
Άλλωστε, η κυπριακή τραγωδία επιβεβαίωσε με τον καλύτερο τρόπο πόσο ανεδαφικές και επικίνδυνες είναι οι διακηρύξεις περί της δυνατότητας να ακολουθηθεί μια άλλη πολιτική. Γι’ αυτό και το δίλλημα που έθεσε ο Αλέξης Τσίπρας -μνημόνια ή ΣΥΡΙΖΑ-, αν δεν είναι πολιτικό και επικοινωνιακό πυροτέχνημα, είναι τουλάχιστον άστοχο, όταν αυτό δεν συνοδεύεται με τη διατύπωση μιας συγκεκριμένης και τεκμηριωμένης πολιτικής πρότασης.
Μέχρι σήμερα τουλάχιστον, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έχει καταφέρει να θεμελιώσει μια ρεαλιστική αντιπρόταση, πέρα από τις γενικόλογα και παντελώς ασαφή ευχολόγια. Διαβάζοντας τις θέσεις του για το συνέδριο, εύκολα διαπιστώνει κάποιος ότι αυτές -εσκεμμένα ή όχι- αγνοούν την ελληνική πραγματικότητα. Κινούνται στη σφαίρα του επιθυμητού, υπενθυμίζοντάς μας τις ξεχασμένες και ξεπερασμένες διακηρύξεις του ΠΑΣΟΚ στην αρχή της ίδρυσής του. Οι απόψεις του για την οικονομία, την Ευρωπαϊκή Ένωση, το τραπεζικό σύστημα, τις σχέσεις του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, τις δομές της διοίκησης και της αυτοδιοίκησης, παραπέμπουν σε μια άλλη πολιτική περίοδο. Αποπνέουν παρελθόν και πολιτική ναφθαλίνη.
Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει παγιδευμένος στις μονομέρειες και βεβαιότητές του, τόσο θα στερεί από τον εαυτό του τη δυνατότητα να ακολουθήσει μια δημιουργική πολιτική διεξόδου της χώρας από την κρίση. Αγνοώντας τη ζώσα πραγματικότητα, διολισθαίνει πολλές φορές σε πολιτικές που τον αποξενώνουν από ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, υπονομεύοντας ταυτόχρονα την όποια κυβερνησιμότητα μπορεί να αποκτήσει.
Ο καταγγελτικός λόγος, οι ανέξοδες υποσχέσεις και προπαντός, η συμπόρευσή του με όλες εκείνες τις δυνάμεις που στην πραγματικότητα δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα στη χώρα, απομειώνουν τις δυνατότητές του και περιορίζουν το δυνάμει ακροατήριό του. Αξιοσημείωτη είναι η αδυναμία του να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά κέρδη, σε μια περίοδο που η κυβέρνηση –εξαιτίας των προωθούμενων μέτρων- εγκαλείται έντονα, προκαλώντας εστίες κοινωνικής έντασης και δυσαρέσκειας. Η δημοσκοπική του στασιμότητα επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο τα όρια της ακολουθούμενης πολιτικής που έχει επιλέξει η ηγεσία του.
Στην ουσία ο ΣΥΡΙΖΑ καθίσταται συνήγορος ενός ξεπερασμένου, αναποτελεσματικού και υπερτροφικού δημόσιου τομέα. Ταυτίζοντας τις διαρθρωτικές αλλαγές, τις μεταρρυθμίσεις, τις αποκρατικοποιήσεις, την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας με μνημονιακές επιταγές, στερεί από τον εαυτό του τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως προωθητική δύναμη. Ενοχοποιώντας αυτές τις πολιτικές όχι μόνο αυτοϋπονομεύεται, αλλά με την άρνησή του επιτρέπει στη Νέα Δημοκρατία και στο ΠΑΣΟΚ να αυτοεμφανίζονται ως οι δυνάμεις που θέλουν να αλλάξουν ένα κορεσμένο, ανεπαρκές και αναποτελεσματικό μοντέλο διοίκησης και οργάνωσης της χώρας και της οικονομίας.
Η δυστοκία του ΣΥΡΙΖΑ να εμφανιστεί ως φορέας αλλαγών σε μια χώρα που βυθίστηκε στην κρίση και στη χρεοκοπία, αλλά και ο εναγκαλισμός του με όλες εκείνες τις δυνάμεις που είναι οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί των σημερινών αδιεξόδων, τον οδηγούν σε άγονες πολιτικές περιπέτειες.