Εφημερίδα Η Αξία
27 Ιουλίου 2013
Η μικρή δημοσκοπική ανάκαμψη που εμφάνισε το ΠΑΣΟΚ την τελευταία περίοδο, ως αποτέλεσμα και σε συνδυασμό με την υποχώρηση της επιρροής της ΔΗΜΑΡ, αποδεικνύει τη ρευστότητα που επικρατεί στην Κεντροαριστερά.
Το βέβαιο πάντως είναι ότι στο χώρο αυτό δεν αποκρυσταλλώθηκαν τα δεδομένα και οι συσχετισμοί, ούτε έχουν παγιωθεί οι μεταβολές που συντελέστηκαν. Μπορεί η μεγάλη δεξαμενή της Κεντροαριστεράς να έχει λεηλατηθεί εκλογικά και πολιτικά, δεν έχει όμως στερέψει. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πλέον είναι πιο ευκρινής η εικόνα που διαμορφώνεται, τουλάχιστον ως προς τις εξελίξεις και ανακατατάξεις, οι οποίες αναμένεται να σημειωθούν.
Το νέο δίπολο, η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει αναμφίβολα συμπιέσει τον πολιτικό χώρο που υπάρχει ανάμεσά του. Ωστόσο υπάρχει ένα κενό που δεν μπορεί να καλυφθεί αφού είναι δεδομένη η αδυναμία των δύο αυτών κομμάτων να μετεξελιχθούν σε σύγχρονες πολιτικές εκφράσεις των δυνάμεων της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς.
Η Νέα Δημοκρατία, παρά την ευρωπαϊκή στροφή του Σαμαρά, παραμένει ένα δεξιόστροφο πολιτικό σχήμα. Το άνοιγμά της στον αποκαλούμενο κεντρώο χώρο βρίσκει προσκόμματα, με αποτέλεσμα στην πράξη να αυτοακυρώνεται. Την προσπάθειά της αυτή δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο η εμμονή της να θέλει να προσελκύσει και δυνάμεις που κινούνται στις παρυφές της εθνικόφρονης Ακροδεξιάς. Η αμφίπλευρη διεύρυνσή της δεν μπορεί να υπερβεί τα παγιωμένα πολιτικά σύνορα. Ως εκ τούτου, οι δυνατότητές της να προχωρήσει σε ουσιαστικές ανατροπές στο πολιτικό σκηνικό είναι περιορισμένες.
Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζει και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αντικειμενικά δεν μπορεί να επεκτείνει τα πολιτικά του όρια στο χώρο της Κεντροαριστεράς. Το ιδρυτικό του συνέδριο που πρόσφατα πραγματοποιήθηκε επιβεβαίωσε την αδυναμία του αυτή. Ταυτιζόμενος με τις δυνάμεις που αντιστρατεύονται τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις στο κράτος και στην οικονομία, αυτοπεριορίζει την εμβέλεια και την επιρροή του.
Γίνεται, ακόμα και με άτεχνο τρόπο, πολιτικός συνήγορος ενός αναποτελεσματικού, σπάταλου, ακόμη και παρασιτικού μοντέλου οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας. Όσο εναγκαλίζεται το παρελθόν, τόσο αδυνατεί να εκφράσει τις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις. Δεν είναι τυχαίο πως ο πολιτικός του λόγος και η δημόσια εικόνα του, παραπέμπουν στη σκληρή αντιμνημονιακή γραμμή της πρώτης περιόδου, εμφανίζοντάς τον αναντίστοιχο με τα νέα δεδομένα που έχουν δημιουργηθεί τον τελευταίο χρόνο.
Η πολιτική του ηγεσία παραβλέπει το γεγονός ότι στη νέα οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα που διαμορφώνεται, οι πολίτες δεν έλκονται πλέον από τον καταγγελτικό λόγο, ο οποίος εξέφρασε την προγενέστερη κατάσταση θυμού τους. Σήμερα ευελπιστούν σε ρεαλιστικές πολιτικές που θα οδηγήσουν στην έξοδο της χώρας από την κρίση. Έτσι άλλωστε εξηγείται και η δημοσκοπική στασιμότητα που εμφανίζει ο ΣΥΡΙΖΑ την τελευταία περίοδο, παρά το γεγονός ότι η κυβερνητική πολιτική είναι σκληρή.
Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι το πολιτικό σκηνικό δεν είναι στατικό, ούτε ακολουθεί γραμμική εξέλιξη. Αντίθετα, μεταβάλλεται και υπόκειται σε αλλαγές. Η ενδογενής αδυναμία της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ να διευρύνουν περαιτέρω την πολιτική τους επιρροή είναι διαπιστωμένη. Αντικειμενικά, δεν μπορούν να επεκταθούν στην ενδοχώρα της μεγάλης δεξαμενής, στην οποία συνυπάρχουν οι κεντρογενείς, μεταρρυθμιστικές και εκσυγχρονιστικές δυνάμεις.
Ως εκ τούτου, υπάρχει ένας ζωτικός χώρος ο οποίος αναζητεί πολιτική έκφραση. Το ΠΑΣΟΚ, αν και κερδίζει έδαφος εις βάρος της ΔΗΜΑΡ, θα δυσκολευτεί πάρα πολύ να καλύψει το κενό που έχει δημιουργηθεί. Μόνο αν αποκτήσει έναν νέο πολιτικό εαυτό μπορεί να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις συνάντησης και συνύπαρξής του με τις δυνάμεις εκείνες που μπορούν να αποτελέσουν την υποδομή για μια πραγματική και ουσιαστική ανασύνθεση του ευρύτερου χώρου της Κεντροαριστεράς.
Η συμμετοχή του στην κυβέρνηση του προσφέρει τη δυνατότητα αναπροσανατολισμού, εγκαταλείποντας οριστικά τις αμφισημίες και τις αντινομίες που το χαρακτήριζαν. Ταυτόχρονα, συνιστά μια μεγάλη ευκαιρία προκειμένου να απεξαρτηθεί από τις ανερμάτιστες πολιτικές της πρόσφατης νεοπαπανδρεϊκής περιόδου. Η κοινωνική του συρρίκνωση και η στελεχική του αποψίλωση αποτελούν αναμφίβολα ανασταλτικούς παράγοντες. Γι’ αυτό και είναι επιβεβλημένη μια πολιτική εκτός κομματικών συνόρων, η οποία μεταξύ άλλων θα το βοηθήσει στην αναμόρφωση των σχέσεών του με όσους είχαν αποστασιοποιηθεί, θεωρώντας το ΠΑΣΟΚ ηθικό και φυσικό αυτουργό της κρίσης και της χρεοκοπίας.
Τέλος, η ΔΗΜΑΡ φαίνεται να βρίσκεται σε πολιτικό κενό, αδυνατώντας να αποκρυσταλλώσει μια νέα στρατηγική. Η απαγκίστρωσή της από την κυβέρνηση της στέρησε την ιδιότητα της κυβερνώσας Αριστεράς, η οποία της είχε προσδώσει αξιοπιστία, φερεγγυότητα και κύριος, θέτοντας ταυτόχρονα ερωτήματα ως προς τη φυσιογνωμία και την προοπτική της.
Πάντως, η δημοσκοπική ανάσα του ΠΑΣΟΚ λόγω της εύστοχης και χρήσιμης για το ίδιο και τον τόπο αλλαγής πλεύσης του, αλλά και η υποχώρηση της ΔΗΜΑΡ, επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο ότι η κοινή γνώμη δεν ταυτίζει το δημόσιο συμφέρον με το κομματικό. Γι’ αυτό και επιβραβεύει αυτούς που το αποσυνδέουν και τιμωρεί εκείνους που αδυνατούν να απεξαρτηθούν από τις ιδεοληψίες και τις κομματικές εμμονές τους.
Το νέο πολιτικό σκηνικό δείχνει τα όρια και τις αδυναμίες των κομμάτων του νέου διπολισμού. Ταυτόχρονα, όμως, ανοίγει νέες δυνατότητες για τις κατακερματισμένες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς. Εναπόκειται σε αυτές και στις ηγεσίες τους αν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις τωρινές και μελλοντικές προκλήσεις.