Εφημερίδα Η Αξία
3 Αυγούστου 2013
Η δικομματική κυβέρνηση δεν δημιουργήθηκε εκ πεποιθήσεως, αλλά εκ περιστάσεως. Τα δύο συγκυβερνώντα κόμματα η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ δεν επέλεξαν τη σύμπραξη, γιατί πιστεύουν σε αυτή ούτε διότι συνειδητοποίησαν ξαφνικά την ανάγκη από κοινού αντιμετώπισης των μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων της χώρας.
Απλώς αποφάσισαν να συμπορευτούν λόγω της ασφυκτικής πίεσης των προβλημάτων και κυρίως εξαιτίας του ορατού κινδύνου της ακυβερνησίας. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά υιοθέτηση στρατηγικής συνεργασιών.
Στην πραγματικότητα ο μόνο συνεκτικός κρίκος του κυβερνητικού σχήματος είναι η ανταπόκρισή του στις μνημονιακές υποχρεώσεις και δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα. Η απουσία λοιπόν κοινής πολιτικής συνισταμένης, ενός δεσμευτικού προγραμματικού πλαισίου δημιουργεί προσκόμματα στην ομαλή λειτουργία της κυβέρνησης και αρρυθμίες στις κοινοβουλευτικές ομάδες των δύο κομμάτων.
Το κάθε κόμμα, ο κάθε βουλευτής, ο κάθε υπουργός αντιλαμβάνονται την κυβερνητική συνύπαρξη με τον δικό τους τρόπο. Δεν αντιμετωπίζουν τις προωθούμενες πολιτικές ως έκφραση συλλογικής επιλογής. Κυρίως όμως δεν τις θεωρούν απαραίτητες, αλλά επιβαλλόμενες ως αναγκαίο κακό. Γι’ αυτό με κάθε ευκαιρία προβάλλουν τη διαφοροποίησή τους είτε θέλοντας να κάνουν αισθητή την παρουσία και ταυτότητά τους είτε για να εμφανιστούν περισσότερο ευαίσθητοι κοινωνικά από τους συναδέλφους τους. Οι πρακτικές αυτές ωστόσο διαβρώνουν και υπονομεύουν τη συνοχή του κυβερνητικού σχήματος, πλήττοντας την αποτελεσματικότητά του.
Στο γενικότερο κλίμα αμφισβήτησης και αντιδράσεων η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ αντί να πολιτικοποιήσει τη στρατηγική της προσπαθεί να κρατήσεις τις ισορροπίες. Αντί να προβάλει την ανάγκη καθαρών πολιτικών και σταθερών αποφάσεων υιοθετεί λογικές διευθετήσεων. Η πρακτική αυτή έχει ως αποτέλεσμα και το μήνυμα της να απομειώνει, αλλά και να επιτείνει περαιτέρω το κλίμα αμφιβολιών για την ορθότητα των επιλογών της. Ενδεικτικός είναι ο τρόπος που επιλέγει να χειριστεί το ζήτημα των προωθούμενων αλλαγών στη δημόσια διοίκηση και αυτοδιοίκηση με την αποκαλούμενη διαθεσιμότητα και κινητικότητα.
Η ανάγκη αναδιάρθρωσης του κράτους, των δομών και των υπηρεσιών αντιμετωπίζεται ως ένα απλό διαχειριστικό μέτρο, το οποίο μας επιβάλλουν οι δανειστές μας, με αμφίβολη μάλιστα οικονομική και πολιτική αποτελεσματικότητα, παρά ως μία μεταρρυθμιστική επιλογή. Αυτό στην ουσία αποδεικνύει ότι δεν θέλει να προχωρήσει σε τολμηρές αποφάσεις, όπως η θεμελίωση ενός νέου μοντέλου διοίκησης και λειτουργίας της χώρας.
Η κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να αντιληφθεί πως η έξοδος από την κρίση δεν θα επιτευχθεί με τις συνεχείς οριζόντιες περικοπές. Αυτοπεριοριζόμενη σε διαχειριστικές διευθετήσεις, αφήνοντας άθικτο ένα υπερτροφικό, αναποτελεσματικό και σπάταλο κράτος, το μόνο που θα καταφέρει είναι να ανακυκλώνει τα αδιέξοδα, προκαλώντας μεγαλύτερα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.
Ο εξορθολογισμός τον οποίο επαγγέλλεται προϋποθέτει πρωτοβουλίες που θα υπερβαίνουν κατά πολύ τις δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει έναντι των κοινοτικών εταίρων και των πιστωτών μας. Αν επιμείνει να παραμένει παγιδευμένη σε αυτές πέρα απ’ όλα τ’ άλλα θα αυτοενοχοποιείται, αποδεικνύοντας ότι στερείται της δυνατότητας να ακολουθήσει μια μακροπρόθεσμη πολιτική που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της χώρας και των πολιτών.
Σε μια περίοδο γενικευμένης πολιτικής κρίσης, η εικόνα μιας ασθενικής κυβέρνησης χωρίς καθαρό πολιτικό στίγμα, δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά ως προς τις προοπτικές και την ικανότητά της να αντεπεξέλθει στο έργο που έχει δεσμευτεί να υλοποιήσει. Τα ερωτηματικά αυτά επιτείνονται ακόμη περισσότερο από την ισχνή κοινοβουλευτική της πλειοψηφία και τις συνεχείς διαφοροποιήσεις μερίδας βουλευτών.
Ωστόσο, η ανθεκτικότητα ενός κυβερνητικού σχήματος δεν καθορίζεται από τον αριθμό των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων που το στηρίζουν, αλλά από την ικανότητά του να υλοποιήσει τις πολιτικές που έχει δεσμευτεί, οριοθετούμενο έναντι εκείνων που είναι επιζήμιες. Εξαρτάται από την αποφασιστικότητά του να ανοίγει μέτωπα με όλες εκείνες τις δυνάμεις που αντιστρατεύονται τις προτεραιότητες και τις δεσμεύσεις του. Και βεβαίως καθορίζεται από τη δυνατότητά του να πείσει για την αναγκαιότητα των επιλογών του συνδέοντας τις επιμέρους ρυθμίσεις με τις γενικότερες αλλαγές που πρέπει να πραγματοποιηθούν στη διοίκηση, στην οικονομία, στην ίδια τη χώρα.
Η δικομματική κυβέρνηση από το προσεχές φθινόπωρο θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα υφέρπον κύμα δυσαρέσκειας. Η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα της πολιτικής της θα δοκιμαστούν στην πράξη. Οι πολίτες, προς το παρόν τουλάχιστον, αντιλαμβάνονται τη σκληρότητα της δημοσιονομικής της πολιτικής. Δεν είναι πεπεισμένοι για το περιεχόμενο και την ουσία των αποκαλούμενων μεταρρυθμιστικών της επιλογών. Τις θεωρούν ψευδεπίγραφες και κοντόφθαλμες. Δεν πιστεύουν ότι με αυτές θα επιτευχθεί ο στόχος της αναμόρφωσης της δημόσιας διοίκησης. Αντιλαμβάνονται ότι το εγχείρημα προσκρούει στις πελατειακές σχέσεις που έχουν διαμορφώσει εδώ και πολλές δεκαετίες η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ.
Η κυβέρνηση συνεργασίας πρωτίστως θα κριθεί και θα αξιολογηθεί από τις επιδόσεις της ως προς τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο κράτος και στις δομές του και δευτερευόντως από την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων που έχει θέσει. Η βιωσιμότητα της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητά της να υπερβεί τη μονοκαλλιέργεια της δημοσιονομικής εξυγίανσης.