Εφημερίδα Η Αξία
15 Αυγούστου 2013
Οι προοπτικές και η βιωσιμότητα του κυβερνητικού σχήματος συνεργασίας βρίσκονται στο επίκεντρο εγχώριων και διεθνών αναλύσεων, προβλέψεων και εκτιμήσεων. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το ζήτημα αυτό κυριάρχησε στις συναντήσεις που είχε ο Πρωθυπουργός στην Αμερική με εκπροσώπους διαφόρων δεξαμενών σκέψης.
Είναι πασιφανές ότι η δικομματική κυβέρνηση στηρίζεται σε μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία η οποία ούτε στιβαρή ούτε τόσο ισχυρή αποδεικνύεται. Παράλληλα, το έργο που έχει αναλάβει είναι σύνθετο και δύσκολο. Ως εκ τούτου, από τη συνοχή και την ανθεκτικότητά της θα εξαρτηθεί τόσο η πολιτική σταθερότητα όσο και η δυνατότητά της να προχωρήσει στις απαιτούμενες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις.
Το φθινόπωρο αναμένεται ιδιαίτερα θερμό, αλλά και καθοριστικό για την κυβερνητική πολιτική. Το εγχείρημα της διαθεσιμότητας και της κινητικότητας στον δημόσιο τομέα δεν αμφισβητείται μόνο από τους άμεσα θιγόμενους, αλλά βάλλεται κι από όλες τις πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Αξιοποιώντας τη δύναμη των συντεχνιών και των εργατοπατέρων, σύσσωμη η αντιπολίτευση βρίσκεται στα χαρακώματα. Ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ, εκμεταλλευόμενος τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και αναγνωρίζοντας τα σημάδια στασιμότητας, ακόμη και υποχώρησης που εμφανίζει ο ίδιος, επενδύει στην τακτική της έντασης και της πόλωσης, προσπαθώντας να κεφαλαιοποιήσει τη δυσαρέσκεια των πολιτών.
Πάντως ανεξάρτητα απ’ όλα αυτά, στο προσεχές διάστημα θα δοκιμαστεί η δυνατότητα της δικομματικής κυβέρνησης να προωθήσει τις αλλαγές σε διοίκηση και αυτοδιοίκηση που επί ένα χρόνο τώρα μετέθετε για αργότερα. Οι ηγεσίες των συγκυβερνώντων δυνάμεων αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι η περαιτέρω αναστολή κρίσιμων αποφάσεων που συνδέονται με το κράτος, τη διοίκηση και την αυτοδιοίκηση θα οδηγήσει μετά βεβαιότητας στη λήψη πρόσθετων μέτρων δημοσιονομικού χαρακτήρα. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν μόνο ανακόλουθο με τις συνεχείς δεσμεύσεις τους, αλλά θα έπειθε και την πλειονότητα της κοινωνίας για το αδιέξοδο και ατελέσφορο του εγχειρήματος.
Συνεπώς οι πολιτικές που συνδυάζουν τη δημοσιονομική εξυγίανση με τις διαρθρωτικές αλλαγές καθίστανται μονόδρομος. Σε διαφορετική περίπτωση η χώρα κινδυνεύει να βρεθεί σε καθεστώς οικονομικής και πολιτικής αστάθειας και αβεβαιότητας.
Η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου μπορεί να ξεπεράσει τις ενδογενείς αδυναμίες μόνο αν επιταχύνει το έργο της και τις αποφάσεις της. Όπως ο ποδηλάτης, οφείλει να συνεχίσει να κάνει γρήγορο πετάλι για να μην χάσει την ισορροπία της. Μόνο έτσι θα μπορέσει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις ενστάσεις και τις αμφισημίες που εμφανίζουν ακόμη και οι ίδιοι οι βουλευτές της. Άλλωστε οι πολιτικές που πρέπει να υλοποιήσει βρίσκονται σε αντιδιαστολή με τον πυρήνα των κομμάτων που τη στηρίζουν.
Τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και το ΠΑΣΟΚ δεν μπορούν να εναρμονιστούν με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της περιόδου που διανύουμε. Παράλληλα -και χωρίς οι ευθύνες να επιμερίζονται ισομερώς- ενώ είναι οι φυσικοί αυτουργοί της κρίσης, καλούνται τώρα να ακολουθήσουν μια πολιτική ατζέντα εξόδου απ’ αυτή, με άλλα λόγια, να αναδείξουν έναν άλλο εαυτό. Κι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο ιδιαίτερα αν δεν έχουν προηγηθεί μια στοιχειώδη αποτίμηση των πεπραγμένων τους, αλλά και οι απαραίτητες ανατοποθετήσεις και αναπροσανατολισμοί των στρατηγικών και των επιλογών τους.
Επίσης, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την ακόμη μεγαλύτερη αδυναμία τους που απορρέει από την πρακτική του λαϊκισμού και των πελατειακών πολιτικών που επί δεκαετίες ακολούθησαν. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σήμερα βλέπουμε ότι η προσφιλής τους μέθοδος είναι να υποκαθιστούν την πολιτική με τον συνδικαλισμό. Κεντρικό τους μέλημα δεν είναι να απαλύνουν τις δυσμενείς επιπτώσεις των μέτρων που υλοποιούνται, συνδυάζοντάς τα με άλλα αναπτυξιακά. Περισσότερο νοιάζονται για την προβολή ενός φιλολαϊκού προφίλ, εξ ου και το κλείσιμο του ματιού σε διάφορες κατηγορίες εργαζομένων και κυρίως στις συντεχνίες.
Το βέβαιο είναι ότι η δικομματική κυβέρνηση σε αντίθεση με την τρικομματική δείχνει μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και συνοχή. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι όσο η πολιτική αποδεσμεύεται από τις ιδεοληψίες και τις αμφισημίες δεν κινδυνεύει να βαλτώσει στο τέλμα και την αδράνεια. Σταματά να είναι θύμα παραλυτικών ισορροπιών και γίνεται πιο δημιουργική και αποτελεσματική.
Παράλληλα, είναι πλέον περισσότερο από εμφανές ότι δεν νοείται οι πολιτικές της να εξαντλούνται στη διασφάλιση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Μπορεί αυτή να συνιστά αναγκαία, αλλά όχι επαρκή προϋπόθεση για να εισέλθει η χώρα σε τροχιά ανάκαμψης, ειδικά όταν στην οικονομία και την κοινωνία θα έχουν επέλθει ο μαρασμός και η αποσύνθεση. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν τα αποτελέσματα μιας δημοσιονομικής εξυγίανσης δεν στοιχειοθετούν στρατηγική ανάπτυξης.
Γι’ αυτό και η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ οφείλει να αναζητήσει ένα μείγμα πολιτικών που θα οδηγεί σε ισορροπία. Αντί να προβάλει τις παροτρύνσεις του Ομπάμα, οφείλει να επεξεργαστεί τη δική της πολιτική που θα συνδυάζει την εξυγίανση με την ανάπτυξη. Δεν μπορεί να επιδίδεται στη μονοκαλλιέργεια της λιτότητας.
Η βιωσιμότητά της εξαρτάται πρωτίστως από την ικανότητά της να ενστερνιστεί, να θεμελιώσει και να υλοποιήσει μια νέα μακροπρόθεσμη στρατηγική για την ανάπτυξη και ευημερία της χώρας. Εκπέμποντας ένα τέτοιο μήνυμα έχει τη δυνατότητα να ξεπεράσει συντεχνιακά και συνδικαλιστικά προσκόμματα, κομματικές μονομέρειες και σκοπιμότητες, καλλιεργώντας στους πολίτες την πεποίθηση ότι αυτή και θέλει και μπορεί. Αντίθετα, αν εμμένει σε πολιτικές συγκερασμού και ισορροπιών το μόνο που θα επιτύχει είναι να ενισχύσει περαιτέρω τις αμφιβολίες ως προς την ανθεκτικότητα και τις προοπτικές της.