Εφημερίδα Η Αξία
31 Αυγούστου 2013
Η κρίση και η χρεοκοπία της χώρας ήταν η χαριστική βολή για το ΠΑΣΟΚ. Οι ανεπάρκειες και τα τραγικά λάθη της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου το οδήγησαν στην αποσύνθεση. Το άλλοτε κραταιό κόμμα της Μεταπολίτευσης υπηρέτησε πολιτικές που έπληξαν την κοινωνική του βάση.
Ακολουθώντας τη μονοκαλλιέργεια της δημοσιονομικής εξυγίανσης, απέφυγε εσκεμμένα να τη συνδυάσει με τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις στο κράτος και στη διοίκηση – άλλωστε η κομματική του πελατεία στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα έπρεπε να προστατευθεί! Επέλεξε τις οριζόντιες περικοπές, οδηγώντας ευρείες κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού σε τραγικά οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα και τις δυνάμεις που διαχρονικά το υποστήριζαν να το εγκαταλείψουν.
Ως εκ τούτου η εκλογική και πολιτική του καταβαράθρωση ούτε κεραυνός εν αιθρία ήταν ούτε στιγμιαίο γεγονός. Αντίθετα υπήρξε η φυσική κατάληξη ενός κόμματος που σε μια κρίσιμη οικονομική συγκυρία επέδειξε πρωτοφανή πολιτική ανικανότητα και επιχειρησιακή ανεπάρκεια.
Το νεοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ -ένα μεταμοντέρνο σχήμα- αγνόησε τη ζοφερή πραγματικότητα που κληρονόμησε από την καταστροφική διακυβέρνηση Καραμανλή. Ενώ ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός βρισκόταν προ των πυλών, η ηγεσία του, εκτός τόπου και χρόνου, καλλιέργησε τον μύθο «λεφτά υπάρχουν». Ακολουθώντας πιστά τις συνταγές του λαϊκισμού και των πελατειακών σχέσεων, εξέθεσε τη χώρα ανεπανόρθωτα, οδηγώντας τη στο χείλος του γκρεμού. Στη συνέχεια υιοθέτησε χωρίς καμία στοιχειώδη διαπραγμάτευση και προετοιμασία τα ετεροβαρή μνημόνια, τα οποία αγνοούσαν τα ελληνικά δεδομένα, ενώ την ίδια στιγμή επαίρετο ότι μας έσωζε.
Το σίγουρο είναι ότι οι αυτοσχεδιασμοί της κυβέρνησης Παπανδρέου οδήγησαν τον τόπο σε μεγάλη περιπέτεια και το ΠΑΣΟΚ σε ένα πρωτοφανές πολιτικό ναυάγιο. Ωστόσο, η καθίζηση που έχει υποστεί το κόμμα αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι η Κεντροαριστερά, την οποία εκπροσωπούσε, καταλύθηκε. Οι δυνάμεις της -διαφορετικής κοινωνικής προέλευσης και πολιτικών καταβολών- είναι υπαρκτές, αλλά κατακερματισμένες και διασκορπισμένες. Αποδεσμευόμενες από το ΠΑΣΟΚ, οι πιο παραδοσιακές οδηγήθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ οι αποκαλούμενες μεταρρυθμιστικές και εκσυγχρονιστικές κατέφυγαν στη ΔΗΜΑΡ, ακόμη και στη Νέα Δημοκρατία.
Άλλωστε, διαχρονικά ο κεντροαριστερός χώρος ήταν ο πλέον δυναμικός με ισχυρές κοινωνικές και ιστορικές αναφορές. Δεν είναι τυχαίο ότι ο διπολισμός που κυριαρχεί επί δεκαετίες στη χώρα μας στην πραγματικότητα αντικατοπτρίζει τα δύο διακριτά και πολυσυλλεκτικά ρεύματα που διαπερνούν την ελληνική κοινωνία, της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς, χωρίς να έχουν πάντα σταθερές πολιτικές εκφράσεις.
Ο διαμελισμός της κοινωνικής βάσης του ΠΑΣΟΚ, που ισοδυναμεί με διαμελισμό της Κεντροαριστεράς, δημιουργεί νέα δεδομένα στον πολιτικό χάρτη. Ωστόσο, οι ιδέες, οι πολιτικές, ακόμη και αξιακές θέσεις και απόψεις που ο συγκεκριμένος χώρος πρεσβεύει, δεν έχουν απαλλοτριωθεί από τη Δεξιά ή την Αριστερά. Επομένως, η οικειοποίησή του από τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι εφικτή, γιατί τα δύο αυτά πολιτικά σχήματα εκφράζουν διαφορετικές δυνάμεις.
Επιπλέον, η Κεντροαριστερά δεν είναι εφεύρημα συγκεκριμένων κομμάτων ή προσώπων, αλλά εκφράζει μια υπαρκτή δύναμη με ξεχωριστά πολιτικά ιδεολογικά, κοινωνικά, ακόμη και ιστορικά χαρακτηριστικά. Η ρευστότητα και ο κατακερματισμός που σήμερα εμφανίζει συνδέονται με την πρόσφατη κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ και τις μεταβολές που επήλθαν στο κομματικό σύστημα, μετά την κρίση και τη χρεοκοπία. Η κατάσταση αυτή, ωστόσο, δεν καθίσταται ανατρεπτικός παράγοντας για να διεκδικήσει το ζωτικό της χώρο και τη δυνατότητα ανασύνθεσης και ανάκαμψής της. Επειδή στην πολιτική τίποτα δεν είναι στατικό, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποιες είναι οι προοπτικές της.
Το ΠΑΣΟΚ, παρά τη συρρίκνωσή του, παραμένει μια αυθεντική πολιτική έκφραση της Κεντροαριστεράς. Η δυστοκία του να αποτελέσει ξανά τον κυρίαρχο πόλο αναφοράς, οφείλεται στην αδυναμία του, αφενός να προβεί σε μια ουσιαστική αποτίμηση της νεοπαπανδρεϊκής περιόδου, αφετέρου να ενσαρκώσει με τρόπο αξιόπιστο και φερέγγυο έναν νέο πολιτικό εαυτό.
Έχει πιστωθεί θετικά την επιλογή του εταίρου στη διακυβέρνηση της χώρας. Η συνδρομή του αυτή όμως δεν μπορεί να παραβλέπει την αναγκαιότητα μιας σαφούς και διακριτής οριοθέτησης έναντι της κεντροδεξιάς Νέας Δημοκρατίας. Συγκυβέρνηση δεν σημαίνει δυσδιάκριτες πολιτικές ταυτότητες. Η αποδοχή μιας προγραμματικής συμφωνίας σε καμία περίπτωση δεν αντιτίθεται στη διασφάλιση της πολιτικής και ιδεολογικής σου ανυπαρξίας.
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ έχει σύνθετα ζητήματα να αντιμετωπίσει, τόσο στο επίπεδο της κυβερνητικής της συμπόρευσης με τη Νέα Δημοκρατία όσο και σε εκείνο των πρωτοβουλιών που μπορεί να αναπτύξει στον αποκαλούμενο κεντροαριστερό χώρο. Όσο παραμένει δέσμια μιας κοντόφθαλμης πολιτικής που αυτοπεριορίζει τις ενέργειές της εντός των κομματικών τειχών, τόσο θα απομειώνεται η δύναμη και η ισχύς του πολιτικού της λόγου και δεν θα αξιοποιούνται οι δυνατότητες ανασύστασης μιας διευρυμένης κεντροαριστερής παράταξης.
Οι ανακατατάξεις στην Κεντροαριστερά αρχίζουν να αποκρυσταλλώνονται μετά την αυτοχειρία της ΔΗΜΑΡ, η οποία φαίνεται να βρίσκεται σε συνεχή δημοσκοπική υποχώρηση. Η αποποίηση του ρόλου της κυβερνώσας Αριστεράς έχει ως συνέπεια να απολέσει τον ζωτικό χώρο που άλλοτε διεκδικούσε από το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ως πολιτικό εκκρεμές κινδυνεύει να εμφανίσει φυγόκεντρες τάσεις.
Πάντως, το βέβαιο είναι ότι στη νέα πολιτική περίοδο οι διεργασίες στην ευρύτερη Κεντροαριστερά θα είναι πολλαπλές και ενδιαφέρουσες. Η ανασύστασή της παραμένει ζητούμενο για όλους εκείνους που δεν αντιμετωπίζουν την πολιτική με λογικές οικοπεδοφάγου.
Ωστόσο, το κυρίαρχο ζήτημα δεν είναι η επανασυγκόλλησή της, αλλά η ικανότητά της να συνδέσει τις πρωτοβουλίες ανασύνθεσής της με την επικαιροποίηση του πολιτικού και ιδεολογικού της λόγου. Βασική προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι οι δυνάμεις που την αποτελούν να απεξαρτηθούν πλήρως από τις πολιτικές του κρατισμού, του λαϊκισμού και από τις ιδεοληψίες του παρελθόντος.