Εφημερίδα Η Αξία
28 Σεμπτεβρίου 2013
Μία σταθερή και αμετάβλητη παθογένεια του πολιτικού συστήματος είναι ο αυτισμός του. Εγκλωβισμένο στον μικρόκοσμό του, στις αυταρέσκειες και τις βεβαιότητές του, αδυνατεί να αντιληφθεί τις μεγάλες αλλαγές και ανακατατάξεις που έχουν συντελεστεί και συντελούνται, διεθνώς αλλά και στη χώρα μας.
Συνέπεια της αυτιστικής του συμπεριφοράς είναι να έχει το βλέμμα του στραμμένο στο παρελθόν και να παραμένει δέσμιο ενός έντονου εθνοκεντρισμού και άκρατου λαϊκισμού. Γυρνώντας γύρω από τον εαυτό του, δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις εκτός τειχών, επιδεικνύοντας πολιτικό επαρχιωτισμό, ανασφάλεια, κομπλεξική συμπεριφορά, με έντονο το σύνδρομο της καταδίωξης.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα ενδογενή μας προβλήματα, η υστέρηση και η υπανάπτυξη της χώρας αποδίδονται σε τρίτους και όχι στην έλλειψη παραγωγικού και αναπτυξιακού μοντέλου. Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός ήρθε από μόνος – η νεοκαραμανλική διακυβέρνηση δεν είχε καμία ευθύνη. Την κρίση και τη χρεοκοπία την προκάλεσαν τα μνημόνια και οι επαχθείς όροι τους, όχι οι ανεπαρκείς και αναποτελεσματικές πολιτικές που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ από το 2004 μέχρι το 2011.
Ακόμη και τώρα οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα θεωρούνται από τους μεν κυβερνώντες το λιγότερο αναγκαίο κακό, από τους δε αντιπολιτευόμενους μια άδικη τιμωρία των δανειστών και των κακών εταίρων, οι οποίοι εποφθαλμιούν τη χώρα.
Έτσι, λοιπόν, η κυβέρνηση από τη μια ευνουχίζει τις μεταρρυθμίσεις προσαρμόζοντάς τες στα μέτρα της. Παλινδρομεί σε πολιτικές του παρελθόντος υποσχόμενη χαλάρωση της δημοσιονομικής προσαρμογής. Μεταθέτει σε βάθος χρόνου την εναρμόνιση της χώρας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Η αντιπολίτευση από την άλλη συμπαρατάσσεται με τις συντεχνίες, κλείνει το μάτι σε όποιον αντιστέκεται στις αλλαγές στη διοίκηση, την αυτοδιοίκηση και την οικονομία, υπερασπιζόμενη ένα αναποτελεσματικό και υπερτροφικό κράτος.
Υιοθετώντας ανορθολογικές προσεγγίσεις, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας αδυνατούν να εκφέρουν σαφή πολιτικό λόγο. Παράλληλα, και κυρίως, για να αποποιηθούν τις ευθύνες τους, τις μετακυλίουν η μία στην άλλη, λαϊκίζοντας ασύστολα. Το στρογγύλεμα και η άμβλυνση των αιχμών έχει αναχθεί σε επιστήμη. Κολακεύουν τους πολίτες, χαϊδεύουν αφτιά, υπόσχονται τα πάντα, υποστηρίζουν ό,τι ακούγεται ευχάριστα και δεν έχει κόστος. Μάλιστα κάποιοι για να δρέψουν κομματικά οφέλη, απευθυνόμενοι στα πιο άγρια ένστικτα της κοινωνίας, ανέχονται -αν δεν υποθάλπουν- ανορθόδοξες και αντικοινωνικές συμπεριφορές. Καταργούν την έννοια της ατομικής και συλλογικής ευθύνης των πολιτών.
Έτσι παλαιότερα οι υπερασπιστές του Οτσαλάν θεωρήθηκαν γνήσιοι πατριώτες. Αργότερα οι μπαχαλάκηδες και οι αγανακτισμένοι με τις κρεμάλες, κοινωνικοί αγωνιστές και ακτιβιστές, ενώ σήμερα δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν τους χρυσαυγίτες αντισυστημικούς. Και όλα αυτά σε αγαστή συνεργασία με διάφορους εργατοπατέρες συντεχνιών, με μερίδα των μέσων ενημέρωσης και λοιπούς διαμορφωτές κοινής γνώμης.
Ο λαϊκισμός έχει αποδειχθεί σ’ ένα από τα πιο ανθεκτικά ρεύματα της δημόσιας ζωής, που η κρίση και η χρεοκοπία της χώρας το ενίσχυσαν περαιτέρω. Πρόκειται για ένα συνονθύλευμα δεξιών, ακροδεξιών, αριστερών και κεντροαριστερών απόψεων, ωστόσο ο πυρήνας του είναι ενιαίος. Μάλιστα, διαπερνά το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες διατηρούν μια ανάρμοστη σχέση μαζί του – τον τροφοδοτούν, τον πλειοδοτούν, τον χρησιμοποιούν για τους σκοπούς τους.
Είναι εκείνος που εξέθρεψε τις ακρότητες και τους εξτρεμισμούς. Ο λαϊκίστικος και πολλές φορές ισοπεδωτικός καταγγελτικός λόγος, οι υπεραπλουστεύσεις, οι μονομέρειες, η ρητορική των άκρων, οι εθνικοκεντρικές κορώνες, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις να απαξιωθεί η πολιτική και ο κοινοβουλευτισμός.
Γι’ αυτό και το πολιτικό σύστημα δεν είναι άμοιρο ευθυνών. Σκιαμαχώντας με τον εαυτό του, υποτίμησε τους κινδύνους που ενείχαν οι λακϊκίστικες πρακτικές που ακολουθούσε. Στην ουσία δημιούργησε το υπόστρωμα για να αναπτυχθεί και το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής.
Και στη συνέχεια, ευρισκόμενο σε πλήρη αμηχανία, κατέφυγε στα ξεπερασμένα του εργαλεία και τις μικροκομματικές του σκοπιμότητες. Η Νέα Δημοκρατία ανέσυρε την παλιά συνταγή της θεωρίας των δύο άκρων, θέλοντας να ενοχοποιήσει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε να επιδίδεται στην ίδια άγονη και διχαστική αντιμνημονιακή ρητορική, θεωρώντας τις δανειακές συμβάσεις πηγή όλων των δεινών και φύτρα της Χρυσής Αυγής.
Οι δύο αυτές δυνάμεις του νέου δικομματισμού αδυνατούν να θεμελιώσουν μια εμπροσθοβαρή στρατηγική γιατί παραμένουν παγιδευμένες σε προσεγγίσεις του παρελθόντος. Έχουν υποκαταστήσει την πολιτική με επιζήμιους λαϊκισμούς. Προσπαθώντας να αναθερμάνουν τις σχέσεις τους με τους ψηφοφόρους τους, ακολουθούν επιβλαβείς για τη χώρα τακτικισμούς. Περιχαρακωμένες στον μικρόκοσμό τους μας υπενθυμίζουν ότι ο αυτισμός παραμένει μια ισχυρή παθογένεια του πολιτικού συστήματος.