«Άλωση»

Γιάννης Κ. Πρετεντέρης
Τα Νέα , 19-1-2017

Δεν νομίζω ότι, υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως η κυβέρνηση διεκπεραιώνει ένα σχέδιο άλωσης του Τύπου.
Το σχέδιο αυτό διαθέτει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία το τοποθετούν εξ ορισμού εκτός του δημοκρατικού πλαισίου και πολιτικού πολιτισμού μας.

Πρώτον, στηρίζεται σε μια ολοκληρωτική αντίληψη. Θεωρεί δηλαδή ότι, πραγματικότητα είναι μόνο η βούληση ή το συμφέρον της ομάδας που ασκεί την εξουσία και αυτήν οφείλουν να υπηρετούν και να αναπαράγουν όσοι μετέχουν στη διαμόρφωση της πραγματικότητας.

Γι αυτό ο έλεγχος του Τύπου έχει αποκτήσει τόση σημασία στα μάτια της κυβερνητικής εξουσίας. Είναι η εκχυδαϊσμένη εκδοχή των παλιών ασυναρτησιών της Αριστεράς για τους «ιδεολογικούς μηχανισμούς ελέγχου».

Δεύτερον, μετέρχεται μεθόδους αλητείας και παρακράτους. Χρησιμοποιεί δηλαδή τμήματα του κρατικού μηχανισμού, της Δικαιοσύνης και των οικονομικών υπηρεσιών για να εκφοβίσει ή να καθυποτάξει τράπεζες, επιχειρηματίες, εκδότες και δημοσιογράφους.

Η επίφαση της νομιμότητας χρησιμοποιείται ως άλλοθι ελέγχου.
Τρίτον, υποστηρίζεται από έναν πολιτικό και δημοσιογραφικό υπόκοσμο. Με το αζημίωτο, κατά κανόνα.

Καμία έκπληξη. Όπου υπάρχει κόσμος, υπάρχει και υπόκοσμος.

Η επιχείρηση ελέγχου ξεκίνησε από τις τηλεοράσεις. Το hold up όμως ήταν τόσο χοντροκομμένο που απέτυχε. Παρ’ όλα αυτά, οι αυτουργοί του επιμένουν με το πάθος του φανατικού.

Επεκτείνεται και στον Τύπο. Ο ΔΟΛ είναι ο πιο προφανής στόχος, ο πιο συμβολικός αλλά και ο πιο ευάλωτος, λόγω εγγενών αδυναμιών.

Αυτό είναι το σχέδιο. Πολλοί και για πολλούς λόγους το υπηρετούν ή είναι έτοιμοι να το υπηρετήσουν. Από απληστία, φόβο, συμφέρον, φιλοδοξία, κόμπλεξ ή απλή ανοησία.

Αλλά όχι όλοι. Κι εκεί κολλάει το νταραβέρι.

Διότι ακόμη κι αν η κυβέρνηση αλώσει εκδοτικά τις εφημερίδες, θα πρέπει να βρει δημοσιογράφους για να τις γράφουν και αναγνώστες για να τις διαβάζουν.

Μεταξύ μας, δεν βλέπω πολλούς υποψηφίους για το ένα ή το άλλο. Οι αντιδράσεις των αναγνωστών, οι δικές σας αντιδράσεις, το τελευταίο 24ωρο ήταν όχι μόνο συγκινητικές αλλά και ενδεικτικές.

Και ο λόγος τελικά είναι απλός. Η σχέση του δημοσιογράφου και του αναγνώστη με την εφημερίδα δεν οικοδομείται με λογική πολιτικής ανεμοδούρας ούτε παρασκηνιακής συναλλαγής ούτε με την επιβολή κομματικών κομισαρίων.

Αυτά είναι για άλλες χώρες και άλλες εποχές. Επιτρέψτε μου να προσθέσω: και για άλλες ικανότητες.

Ακόμη περισσότερο όταν όλοι γνωρίζουμε ως δημοσιογράφοι, εφημερίδες και εισαγγελείς δεν υπάρχουν μόνο σήμερα. Θα υπάρχουν και αύριο.

Διότι τελικά το μόνο που αλλάζει με απόλυτη βεβαιότητα σε μια δημοκρατική χώρα όπως η Ελλάδα είναι οι κυβερνήσεις.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *