«Το μόνο που έχουμε να φοβηθούμε είναι ο φόβος». Η συγκεκριμένη φράση του Φραγκλίνου Ρούσβελτ συμπυκνώνει τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς, τις επιφυλάξεις, ακόμη και αρνήσεις, που εκφράζονται επί δεκαετίες σε Κύπρο, Ελλάδα και Τουρκία ως προς την επίλυση του Κυπριακού.
Μια ιστορική εκκρεμότητα παραμένει ανοιχτή, γιατί εκατέρωθεν οι θύλακες του εθνικισμού και του εθνοκεντρισμού, συντηρούν την αντιπαλότητα, τη μισαλλοδοξία, τις εμμονές και τις ψυχώσεις του παρελθόντος. Το αποτέλεσμα είναι η διάχυση του φόβου, η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα, καθώς και η εσωστρέφεια. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ευλόγως επιδρά σημαντικά και στη συμπεριφορά των πολιτικών ελίτ. Και το σημαντικότερο, αξιοποιείται από εκείνες τις δυνάμεις που θέλουν τη διατήρηση της διχοτομημένης Κύπρου.
Το ναυάγιο των συνομιλιών Αναστασιάδη-Ακιντζί στο Μοντ Πελεράν προστίθεται στον κρίκο των χαμένων ευκαιριών του Κυπριακού. Ο Κύπριος πρόεδρος έχει δείξει ότι η επανένωση συνιστά γι’ αυτόν εθνικό, πολιτικό και προσωπικό στοίχημα. Άλλωστε το 2004, πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα, υποστήριξε το Σχέδιο Ανάν, γιατί πίστευε πως αποτελούσε μεγάλη ευκαιρία. Όποιος γνωρίζει την κυπριακή πολιτική σκηνή δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει πως ο Αναστασιάδης μαζί με τον πρώην πρόεδρο Γιώργο Βασιλείου υπηρετούν με αταλάντευτη επιμονή την ανάγκη εξεύρεσης λύσης. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το ΑΚΕΛ με τον νέο του γενικό γραμματέα Άντρο Κυπριανού.
Από την άλλη, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Μ. Ακιντζί είναι από εκείνους που πιστεύουν σταθερά στην ενωμένη Κύπρο. Μάλιστα στην πολύχρονη πολιτική του διαδρομή δεν δίστασε να αντιπαρατεθεί στο σκληρό καθεστώς του Ντενκτάς, αμφισβητώντας την πάγια θέση του «το Κυπριακό λύθηκε το 1974». Ο Ακιντζί με τον Ταλάτ αντιτάχθηκαν στον τουρκικό εθνικισμό, διατηρώντας όλα αυτά τα χρόνια διαύλους επικοινωνίας με Ελληνοκυπρίους πολιτικούς, κόμματα και φορείς.
Για το τι συνέβη στο Μοντ Πελεράν γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά. Το βέβαιο είναι ότι για πρώτη φορά υπήρξε σημαντική πρόοδος σε καίρια ζητήματα. Η απρόσμενη αποτυχία έχει σίγουρα θεατές και αθέατες πλευρές. Πάντως, οι προϋποθέσεις που διαμορφώθηκαν για την επανεκκίνηση των συνομιλιών συνιστούν κεκτημένο. Αν οι δύο πλευρές, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, παραμένουν αταλάντευτες στην επανένωση της Κύπρου, στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, μπορούν να ξαναπιάσουν το νήμα εκεί που το άφησαν.
Χωρίς εθνικούς εγωισμούς, αλλά και εγκαταλείποντας τις υπαναχωρήσεις τους, όπως αυτές εκδηλώθηκαν στο Μοντ Πελεράν ΙΙ, στη δεύτερη φάση των συνομιλιών, έχουν τη δυνατότητα να αναζητήσουν με δημιουργικό τρόπο τους κοινούς τόπους, προκειμένου να ξεπεραστούν τα όποια εμπόδια ανέκυψαν. Η διάσταση θέσεων στα θέματα των εγγυήσεων και του εδαφικού, τη στιγμή που σε όλα τα όλα υπήρξαν συγκλίσεις, δείχνει ότι υπάρχει γόνιμο έδαφος για την αναζήτηση και αποδοχή κοινών προσεγγίσεων.
Προϋπόθεση ωστόσο είναι το Κυπριακό να απεμπλακεί από τις εθνικιστικές εμμονές και τα εσωτερικά πολιτικά παιχνίδια τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας. Η ελληνική κυβέρνηση έστω και τώρα μπορεί και πρέπει να κάνει την ανατοποθέτησή της, υπερβαίνοντας μονομέρειες, ακόμη και αστοχίες, οι οποίες έδωσαν άλλοθι στην τουρκική αναδίπλωση.
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, επιδεικνύοντας αποφασιστικότητα και προσήλωση στην επίλυση του Κυπριακού μπορεί να έχει τη δική του συμβολή και συνδρομή σε παραγωγικές συνομιλίες. Ακολουθώντας τη διαχρονική στρατηγική της Ελλάδας, «η Λευκωσία αποφασίσει και η Αθήνα στηρίζει», μπορεί να αναπτύξει πρωτοβουλίες για την επανεκκίνηση και αναζωογόνηση των συζητήσεων επίλυσης του Κυπριακού.
Αξιοσημείωτη είναι η πρόταση που κατέθεσε ο Τάκης Χατζηδημητρίου, συντονιστής Εναρμόνισης Κύπρου-Ευρωπαϊκής Ένωσης και πρόεδρος της Τεχνικής Επιτροπής για την Πολιτιστική Κληρονομία, υποστηρίζοντας ότι «η καλύτερη στήριξη που η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να προσφέρει στην Κύπρο είναι να δηλώσει πως αποσύρεται από εγγυήτρια δύναμη και ότι είναι έτοιμη να δεχθεί τις αποφάσεις που θα ληφθούν από τις δύο κοινότητες. Πρωταρχική της θέση πρέπει να είναι η υποστήριξη των θέσεων της κυπριακής ηγεσίας».
Το αδιέξοδο πάντως που προκλήθηκε δεν ακυρώνει την ευκαιρία να μετατραπούν οι παράλληλοι βίοι των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων σε κοινή πορεία στην επανενωμένη Κύπρο.
(Δημοσιεύθηκε στην κυπριακή εφημερίδα Πολίτης, στις 28 Νοεμβρίου 2016)