Το Βήμα, 09/10/2016
Πού το πάει ο ΣΥΡΙΖΑ; Εχουν κόμμα, κομματικά στελέχη και ο αρχηγός του πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας κάποιο ξεχωριστό πρότυπο/μοντέλο στο μυαλό τους για τη (μελλοντική) θέση και τον ρόλο του κόμματος στο πολιτικό σύστημα της χώρας ή απλώς αποδέχονται ότι ο ρόλος του ως ριζοσπαστικού κόμματος της Αριστεράς δεν διαφέρει ουσιαστικά από τον ρόλο οποιουδήποτε άλλου κοινοβουλευτικού κόμματος συστημικού χαρακτήρα σε μια δυτικοευρωπαϊκού τύπου δημοκρατική πολιτεία; Αποδέχεται, δηλαδή, ότι το εκλογικό αποτέλεσμα ανά τετραετία ή και συντομότερα προσδιορίζει τη θεσμική θέση του κόμματος στο πολιτικό σύστημα, αν με άλλα λόγια θα είναι στη θέση της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης σε μια θεσμικά οριοθετημένη διαδικασία εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία; Αν ισχύει το τελευταίο, τότε ούτε ξεχωριστό πρότυπο/μοντέλο χρειάζεται ούτε τίποτα πέρα από τη θεμιτή προσπάθεια εξασφάλισης της εκλογικής δύναμης που θα του επιτρέπει την παραμονή στην εξουσία μέσα στο πλαίσιο των συνταγματικά προβλεπόμενων ρυθμίσεων. Αυτός είναι εν πολλοίς ο ρόλος των κομμάτων στις ώριμες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της Ευρώπης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και αντισυστημικά κόμματα (αντικοινοβουλευτικά) κάθε απόχρωσης που στοχεύουν στην αλλαγή/ανατροπή του προτύπου αυτού αλλά με σχετικά περιορισμένη δύναμη. Και αυτά τα κόμματα δεν θα πρέπει να συγχέονται με τα εθνολαϊκιστικά κόμματα που στρέφονται ενάντια στις κυρίαρχες πολιτικές elites και ηγεσίες (κατεστημένο/ establishment) αλλά χωρίς να εμφανίζονται ανοιχτά τουλάχιστον να αμφισβητούν τους θεσμικούς κανόνες και ρυθμίσεις του συστήματος.
Στην ελληνική περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα και για πολλούς λόγους. Υπάρχουν (ακραίες) απόψεις που διατείνονται ότι έσχατος στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι η εγκαθίδρυση ενός ιδιόμορφου καθεστώτος εξωευρωπαϊκού ή λατινοαμερικανικού τύπου (Βολιβίας ή κάτι παρεμφερές). Από την άλλη μεριά, υπάρχει η εναλλακτική άποψη που λέει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ οδεύει σταθερά, αν και επίπονα, σε μετεξέλιξή του σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ευρωπαϊκού τύπου χωρίς βασικές αντισυστημικές στοχεύσεις ή στοχεύσεις άμεσης ή έμμεσης στρέβλωσης των διαδικασιών κανονικής εναλλαγής των κομματικών δυνάμεων στην εξουσία. Και οι δύο αυτές απόψεις είναι μάλλον εσφαλμένες. Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να επισημανθεί ότι οποιοδήποτε πρότυπο/μοντέλο κι αν επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ (ή οποιοσδήποτε άλλος) αυτό θα πρέπει να είναι συμβιβάσιμο με την ιδιότητα της συμμετοχής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) ως πλήρους μέλους. Θα πρέπει, δηλαδή, το πρότυπο αυτό να είναι δημοκρατικό. Η ύπαρξη δημοκρατίας συνιστά conditio sine qua non για τη συμμετοχή μιας χώρας στην ΕΕ, αν και στην Ενωση των 28 κρατών-μελών η θεμελιώδης αυτή συνθήκη έχει κάπως αλλοιωθεί με αντιδημοκρατικές πρακτικές και συμπεριφορές (π. χ., Ουγγαρία, Πολωνία) δημιουργώντας έτσι ένα «κακό προηγούμενο».Αλλά πάντως, με βάση την υπόθεση ότι η χώρα παραμένει μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να επιδιώκει την εγκαθίδρυση ενός (μονοκομματικού;) καθεστώτος που εμφανώς θα παραβίαζε τις δημοκρατικές αρχές. Αυτά δεν γίνονται. Μπορεί όμως να επιδιώκει – και αυτό νομίζω ότι επιδιώκει – την εγκαθίδρυση του προτύπου/μοντέλου που στη βιβλιογραφία ονομάζεται «dominant party system», το «σύστημα του ενός κυριαρχούντος κόμματος». Υπάρχουν πολλοί ορισμοί του κομματικού συστήματος αυτού και πολλές εκδοχές, δημοκρατικές, ημιδημοκρατικές, αυταρχικές. Πάντως στα συστήματα αυτά τα κυριαρχούντα κόμματα αποβλέπουν «στην παραμονή τους στην εξουσία μόνα τους ή ως οι ισχυροί εταίροι ενός συνασπισμού για μεγάλη χρονική περίοδο, για τρεις ως πέντε δεκαετίες» (W. Cox).Ο μεγάλος βρετανός πολιτικός επιστήμονας S. Ε. Finer διέκρινε βασικά δύο εκδοχές «κυριαρχούντος κόμματος»: τη δημοκρατική εκδοχή και την αυταρχική εκδοχή. Στη δημοκρατική εκδοχή το κόμμα κυριαρχεί, παραμένει στην εξουσία για πολλά χρόνια, γιατί οι ψηφοφόροι αναγνωρίζουν και επιβραβεύουν την αποτελεσματικότητά του στην άσκηση της εξουσίας με την προώθηση πολιτικών που ικανοποιούν ευρύτερα την κοινωνία (π.χ., Σουηδία, Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, 1930-1990). Στην αυταρχική εκδοχή, καθώς η αποτελεσματικότητα απουσιάζει, το κόμμα καταφεύγει – ενώ έχει την εξουσία και προκειμένου να καταστεί «κυρίαρχο» – σε θεσμικές παρεμβάσεις, θεσμικές αλλοιώσεις και στρεβλώσεις όπως στον έλεγχο των μέσων επικοινωνίας και μέσων διαμόρφωσης της κουλτούρας, στον περιορισμό της πολυφωνίας, στον έλεγχο της δικαιοσύνης και άλλων ερεισμάτων εξουσίας (διοίκησης, αυτοδιοίκησης κ.τ.λ.) που του «επιτρέπουν» να παραμείνει στην εξουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα (χαρακτηριστικές περιπτώσεις σήμερα Τουρκία και Ρωσία). Επιπλέον θεσπίζει και έναν εκλογικό νόμο που του επιτρέπει (ή εκτιμά ότι του επιτρέπει), είτε είναι πρώτο είτε δεύτερο σε δύναμη κόμμα, να σχηματίζει κυβέρνηση σε συνασπισμό με άλλα μικρότερα κόμματα ως ο «ισχυρός εταίρος», καθώς και μορφές άμεσης δημοκρατίας με τις αναγκαίες συνταγματικές προσαρμογές.Είναι εμφανές σε ποια παραλλαγή «κυριαρχούντος κόμματος» μπορεί να αποβλέπει τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ (ή μέρος αυτού). Και γι’ αυτήν έχει ανοίξει τη διαδικασία των πάσης φύσεως σχετικών παρεμβάσεων (συνταγματική αναθεώρηση κ.τ.λ.) αλλά και έχει προχωρήσει στη θέσπιση του εκλογικού νόμου (αναλογική) με την εκτίμηση ότι είτε έρχεται πρώτο ή δεύτερο κόμμα θα σχηματίζει αναποφεύκτως κυβέρνηση ως «ο ισχυρός εταίρος». Και ενώ όλα αυτά μπορεί να είναι ή να εμφανίζονται ότι είναι κατ’ επίφασιν τουλάχιστον συμβιβάσιμα με τη συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ, δεν είναι καθόλου συμβιβάσιμα με τη (σοσιαλδημοκρατική) αποτελεσματικότητα ή δημοκρατικότητα βεβαίως.
Ωστόσο όλα αυτά μπορούν να αποδειχθούν «σχεδιασμοί επί χάρτου» καθώς προϋποθέτουν ότι θα πρέπει να «τα καταπιεί» η κοινωνία και οι θεσμικοί φορείς. Και ενώ η ελληνική κοινωνία και φορείς έχουν καταπιεί πολλά τα τελευταία χρόνια, δεν φαίνεται ότι τελικά θα καταπιούν και τούτο, όπως κι αν σερβιριστεί…