Τα Νέα, 6/5/2016
Στο γλαφυρά γραμμένο βιβλίο της «Οι ειρηνοποιοί», με θέμα τις ειρηνευτικές συνομιλίες στις Βερσαλλίες μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η ιστορικός Μάργκαρετ ΜακΜίλαν αναφέρεται εκτενώς στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ήταν, λέει, ένας από τους σταρ της συνδιάσκεψης, ο μόνος από μικρή χώρα. Μάγευε τους πάντες με την προσωπικότητά του και τις ιστορίες που διηγούνταν (αν και σε «φριχτά γαλλικά», όπως σημείωσε ένας παρατηρητής), τους παρέλυε με τα επιχειρήματά του, υπερίσχυε των ανταγωνιστών του και εξασφάλισε τελικά για την Ελλάδα πολύ περισσότερα από όσα δικαιολογούσε η συμβολή της στη νίκη της παράταξης στην οποία προσχώρησε. Ο Ουίλσον, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, έφτασε να τον χαρακτηρίσει ως τον σπουδαιότερο άνθρωπο που γνώρισε.
Αλλά σίγουρα δεν αρκούσε για την επιτυχία του Βενιζέλου η χαρισματική προσωπικότητά του ή η (μερικές φορές αμφίβολη άλλωστε) βασιμότητα των διεκδικήσεών του. Με δεδομένα τα γεωπολιτικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, το θεμελιώδες ατού του Βενιζέλου ήταν η αξιοπιστία του. Όπως δείχνει η ΜακΜίλαν, έπειθε ότι ήταν ένας ειλικρινής πολιτικός φίλος της Αγγλίας και της Γαλλίας, ένας φιλελεύθερος, σταθερά προσανατολισμένος προς τη Δύση ηγέτης μιας χώρας που πολιτικά ήταν ασταθής και πολιτισμικά δεν ανήκε εντελώς στον δυτικό κόσμο.
Για τα μικρά έθνη είναι μεγάλη και σπάνια τύχη να κυβερνώνται από ηγέτες που εμπνέουν στους ισχυρούς εταίρους τους θαυμασμό, σεβασμό και εμπιστοσύνη. Ο σεβασμός εγγυάται ότι θα σε ακούν και δεν θα σε αντιμετωπίζουν ως βασάλο. Ο θαυμασμός, που έχει να κάνει με το προσωπικό χάρισμα, μπορεί να γίνει το πλεονέκτημα εκείνο το οποίο θα κάνει να γείρει προς το μέρος σου η πλάστιγγα μιας ζυγαριάς όπου τα αντίθετα συμφέροντα θα βάραιναν περισσότερο. Η εμπιστοσύνη, όμως, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την πολιτική δραστικότητα των δύο προηγούμενων εφοδίων. Μόνη της δεν θαυματουργεί, μπορεί ωστόσο να γίνει μια θαυματουργή ύλη όταν συνδυάζεται με κάποιο από τα δύο, όπως ο χαλκός όταν κάνει κράμα με τον ορείχαλκο ή τον ψευδάργυρο.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν είχε την αστραφτερή προσωπικότητα του Βενιζέλου και δεν γοήτευε τους συνομιλητές του. Έχαιρε όμως σεβασμού και εμπιστοσύνης στη Δυτική Ευρώπη και αξιοποίησε τέλεια αυτά τα όπλα για να βάλει την Ελλάδα στην τότε ΕΟΚ, κάμπτοντας τις σφοδρές αντιρρήσεις κυρίως των Γερμανών. Τα ίδια προσωπικά όπλα βοήθησαν τον, καθόλου χαρισματικό κατά τα άλλα, Κώστα Σημίτη να πετύχει την ένταξη στην ΟΝΕ. Το αν και κατά πόσο η Ελλάδα ήταν ώριμη γι’ αυτές τις δύο εξελίξεις (όπως και το αν παλιότερα μπορούσε να κρατήσει όσα απέσπασε γι’ αυτήν ο Βενιζέλος) είναι διαφορετικής τάξεως ζήτημα. Εδώ μιλάμε για την αποτελεσματικότητα των πολιτικών ηγετών στη διεθνή σκακιέρα. Όπου δεν αρκεί να έχεις συμμάχους, πρέπει να έχεις τους κατάλληλους και να ξέρεις πώς να τους χειριστείς.
Φαίνεται παράδοξο ότι από τα τρία προσωπικά πλεονεκτήματα που αναφέραμε ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης διέθεταν αρχικά το πιο σπάνιο, τον θαυμασμό, ενώ τους έλειπαν εντελώς τα άλλα δύο και ούτε τα απέκτησαν ποτέ. Ο θαυμασμός των άλλων μπορεί να σε μεθύσει και να σε κάνει να αισθάνεσαι πως τίποτα δεν σου είναι ακατόρθωτο, ιδίως όταν δεν αντιλαμβάνεσαι για ποιο πράγμα ακριβώς σε θαυμάζουν. Ο θαυμασμός για τον Τσίπρα και τον τότε υπουργό Οικονομικών του ήταν ο θαυμασμός των μίντια και μιας κατηγορίας γυναικών με το γονίδιο των groupies. Δεν τον συμμερίζονταν οι πολιτικοί συνομιλητές τους στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με αυτού του είδους τον θαυμασμό, ο σεβασμός και η αξιοπιστία χτίζονται με υπομονή, περίσκεψη και θετική δράση. Οι δύο σταρ του ΣΥΡΙΖΑ παρεξήγησαν τη μιντιακή απήχησή τους, πίστεψαν ότι το χάρισμά τους θα τους έκανε να πετύχουν κάτι αντίστοιχα δύσκολο όσο ο Βενιζέλος και αγνόησαν τα τρομερά ελλείμματά τους σε πολιτικό κεφάλαιο.
Ίσως ο Λένιν εννοούσε πολλά όταν έλεγε ότι δεν θα εμπιστευόταν ποτέ κομμουνιστή γιατρό…