Εφημερίδα Η Αξία
23 Νοεμβρίου 2013
Μαζί με τη δημοσιονομική εξυγίανση, η χώρα και η οικονομία έχουν ζωτική ανάγκη τις διαρθρωτικές αλλαγές, τις μεταρρυθμίσεις, τις αποκρατικοποιήσεις, καθώς και την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας.
Ως προς τα δημοσιονομικά, επιλέχθηκε η συνταγή των οριζόντιων περικοπών. Προκειμένου να πετύχουμε την πολυπόθητη προσαρμογή συμπιέσαμε μισθούς και συντάξεις, οδηγώντας σε οικονομική ασφυξία την πλειονότητα των πολιτών και προκαλώντας πρωτοφανή ύφεση, η οποία νέκρωσε κάθε οικονομική και παραγωγική δραστηριότητα.
Ως προς το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων στο κράτος και στην οικονομία, η δυστοκία, η αδράνεια και η αναβλητικότητα που διαπιστώνονται είναι αποκαλυπτικές. Μολονότι καθίστανται αναγκαίες και αυτονόητες δεν προχωρούν. Τα βήματα που έχουν γίνει μέχρι τώρα είναι μηδαμινά.
Χαρακτηριστικό είναι ότι o πολιτικός λόγος και η δημόσια συζήτηση εστιάζονται μόνο στην αποφυγή νέων μέτρων. Μάλιστα, όλοι τα εξοβελίζουν, προσδοκώντας την εύνοια των πολιτών. Κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι συναγωνίζονται στην επίδειξη κοινωνικής ευαισθησίας, αδιαφορώντας όμως για τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις. Κάποιοι, ενώ θεωρητικά τις δέχονται, δεν φαίνεται να προτίθενται να τις υλοποιήσουν. Παράλληλα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που τις αντιμετωπίζουν ως αναγκαίο κακό που επιβλήθηκε από τους δανειστές μας. Στην πραγματικότητα κανείς δεν θέλει να γίνουν πράξη.
Τα συγκυβερνώντα κόμματα –ΝΔ, ΠΑΣΟΚ- τις επικαλούνται συνεχώς. Την ίδια στιγμή τις ευνουχίζουν, διότι δεν επιθυμούν να διαρρήξουν τις σχέσεις τους με την πολιτική τους πελατεία. Δεν θέλουν να αντιπαρατεθούν με όλες εκείνες τις δυνάμεις που υπερασπίζονται ένα αντιπαραγωγικό, αντιαναπτυξιακό και υπερτροφικό μοντέλο οργάνωσης και διοίκησης. Στην ουσία δεν έχουν απεξαρτηθεί από τον λαϊκισμό και τον κρατισμό, πολιτικές που με συνέπεια ακολουθούσαν όλα αυτά τα χρόνια.
Παράλληλα, αντιλαμβανόμενα τα αδιέξοδα που προκαλούν τα δημοσιονομικά μέτρα αποκηρύσσουν την υιοθέτηση νέων. Ωστόσο αποσιωπούν την ανάγκη να υλοποιηθούν εκείνες οι αλλαγές και οι μεταρρυθμίσεις που θα έδιναν δυναμική ανάπτυξης. Η τακτική που ακολουθούν είναι παράδοξη. Στην πραγματικότητα αντιπολιτεύονται τον εαυτό τους.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι αποφεύγουν να διατυπώσουν καθαρές πολιτικές για τα μεγάλα δομικά προβλήματα του δημόσιου τομέα, για τις παρωχημένες δομές της ελληνικής οικονομίας. Απόδειξη, η περιβόητη προγραμματική συμφωνία, στην οποία κατέληξαν, μετά πολλών κόπων και βασάνων, ύστερα από δεκαπέντε μήνες διακυβέρνησης. Βρίθει από γενικόλογες διακηρύξεις χωρίς να λέει κάτι ουσιαστικό και συγκεκριμένο. Αποστρεφόμενοι όμως μια καθαρή στρατηγική και αδυνατώντας να καταθέσουν οι ίδιοι ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας, πλήττουν την αξιοπιστία και τη φερεγγυότητά τους.
Για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης από την άλλη, δεν τίθεται καν ζήτημα μεταρρυθμίσεων. Μάλιστα ενοχοποιεί τις διαθρωτικές αλλαγές ως νεοφιλελεύθερες, ενώ χαρακτηρίζει τις αποκρατικοποιήσεις και την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, εκποίηση και ξεπούλημα εγχώριου πλούτου.
Το μοναδικό πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι τα μνημόνια και οι δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει έναντι της τρόικας. Ακολουθώντας μια απλουστευτική λογική, θεωρεί ότι η χώρα βρέθηκε στη δίνη της κρίσης εξαιτίας των μνημονίων, γι’ αυτό και ο πολιτικός του λόγος επικεντρώνεται στην καταγγελία τους. Με αυτές τις μονομέρειες και τις απολυτότητες, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την εύλογη κοινωνική αγανάκτηση, προσδοκώντας κομματικά οφέλη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, αρνούμενος να πάρει καθαρές θέσεις ως προς τις πραγματικές δυνατότητες της χώρας και της ελληνικής οικονομίας, καταφεύγει σε ανέξοδες υποσχέσεις και σε γενικόλογες διακηρύξεις. Φαίνεται να πιστεύει κι αυτός ότι «λεφτά υπάρχουν». Το πολιτικό υπόδειγμά του είναι πιστό αντίγραφο εκείνου της επίπλαστης ανάπτυξης και ευημερίας που ακολουθήσαμε ως χώρα και ως κοινωνία επί πολλά χρόνια. Παραβλέπει τις αδυναμίες ενός αποδεδειγμένα αντιπαραγωγικού και αντιαναπτυξιακού μοντέλου, διοίκησης και οικονομίας, δίνοντας μάχες για τη διαιώνισή του. Υπερασπίζεται τις στρεβλώσεις μιας κατεξοχήν πελατειακής και συντεχνιακής οργάνωσης της χώρας και της κοινωνίας.
Η τακτική αυτή του στερεί τη δυνατότητα να θεμελιώσει μια νέα πολιτική που δεν θα παραπέμπει στο παρελθόν, αλλά θα έχει μια προοδευτική και μάλιστα αριστερή σήμανση. Βέβαια, αυτό προϋποθέτει τη διάρρηξη των σχέσεών του με τις πελατειακές πολιτικές του λαϊκισμού και του κρατισμού, τις οποίες έχει σφιχταγκαλιάσει. Δεν αρκεί να πυροβολείς τα μνημόνια και τους επαχθείς όρους τους, και από την άλλη να ακολουθείς μια οπισθοβαρή στρατηγική.
Η αποστροφή κυβερνώντων και αντιπολιτευόμενων στις μεταρρυθμίσεις και στις διαρθρωτικές αλλαγές, τούς στερεί την ικανότητα να συνθέσουν το δικό τους εθνικό σχέδιο για την έξοδο από την κρίση. Αρνούμενοι να αντιπαρατεθούν με ξεπερασμένες αντιλήψεις, με χρόνιες παθογένειες δεν μπορούν να έχουν τη δική τους συνδρομή και συμβολή στη διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού και αναπτυξιακού υποδείγματος για τη χώρα και την οικονομία. Η μεταρρυθμιστική άπνοια δεν δημιουργεί τις προϋποθέσεις, προκειμένου να μπει η χώρα σε τροχιά ανάπτυξης.