Εφημερίδα Η Αξία
28 Δεκεμβρίου 2013
Η φορά των πολιτικών εξελίξεων φαίνεται να μην είναι προβλέψιμη. Η ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία δημιουργεί εύλογα ερωτήματα ως προς την ανθεκτικότητα και βιωσιμότητα του κυβερνητικού σχήματος. Η αμηχανία είναι κοινό χαρακτηριστικό όλων των κομμάτων.
Κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι αρχίζουν να συνειδητοποιούν –ή τουλάχιστον θα έπρεπε- ότι ο πολιτικός τους λόγος δεν βρίσκει την επιδιωκόμενη απήχηση στην κοινή γνώμη. Η δημοσκοπική καθίζηση που εμφανίζει το σύνολο των κομματικών δυνάμεων επιβεβαιώνει το μεγάλο βαθμό αναντιστοιχίας του με τις προσδοκίες και τις ανάγκες των πολιτών.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι φορείς του νέου δικομματισμού, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, στην πραγματικότητα εμφανίζουν στασιμότητα στα ποσοστά της πρόθεσης ψήφου, καταγράφοντας μόνο κάποιες μικρές αυξομειώσεις. Το γεγονός δείχνει ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης δεν φαίνεται να πείθεται για την αξιοπιστία και φερεγγυότητα των προτάσεών τους. Αντιμετωπίζει με δυσπιστία και επιφύλαξη τις στρατηγικές που προτείνουν για την έξοδο από την κρίση. Η έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι και στους δύο είναι πλέον εμφανής.
Σε πολύ χαμηλά επίπεδα παραμένουν και οι δημοσκοπικές επιδόσεις των υπολοίπων κομμάτων, εξαιρουμένης της Χρυσής Αυγής, η οποία ακόμη και μετά τις αποκαλύψεις για τον ρόλο και τη δράση της διατηρεί μια αξιοπρόσεκτη επιρροή. Το βέβαιο είναι ότι το πολιτικό σκηνικό, όπως έχει διαμορφωθεί, κάθε άλλο παρά στατικό και αμετάβλητο εμφανίζεται. Οι συνεχείς αλλαγές και ανατροπές το καθιστούν ιδιαίτερα ρευστό.
Το μείζον πρόβλημα για την κυβέρνηση συνεργασίας δεν είναι η αιμορραγούσα πλειοψηφία της, αλλά η δυσαρμονία της με τις κοινοβουλευτικές ομάδες που τη στηρίζουν. Ο αριθμός εκείνων των βουλευτών -γαλάζιων και πράσινων-, οι οποίοι κινούνται σε μια γκρίζα και δυσανάγνωστη ως προς τη στάση και τις επιλογές τους περιοχή, συνεχώς αυξάνεται. Οι μονομέρειες της κυβερνητικής πολιτικής ενισχύουν τις φυγόκεντρες τάσεις αρκετών, οι οποίοι στρέφονται κατά της ηγεσίας των κομμάτων τους, καλύπτοντας τις διαφοροποιήσεις με υπαρκτές ή ανύπαρκτες ενστάσεις. Μάλιστα, επενδύοντας στην έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια, αποστασιοποιούνται από τα κόμματά τους, αναζητώντας νέο πολιτικό προσδιορισμό.
Το παράδοξο είναι ότι οι περισσότεροι ήταν και συνεχίζουν να είναι θιασώτες των πολιτικών που μας οδήγησαν στην κρίση και στη χρεοκοπία. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις, οι νεοκαραμανλικοί και οι νεοπαπανδρεϊκοί. Μπορεί η κριτική τους να εστιάζεται στα πράγματι αυστηρά δημοσιονομικά και φορολογικά μέτρα, όμως την ίδια στιγμή κάνουν γαργάρα την ατολμία της δικομματικής κυβέρνησης να περιστείλει τις δαπάνες του κράτους, ακυρώνοντας στην πράξη τις αναγκαίες αλλαγές και τομές.
Προσδοκώντας την εύνοια της κομματικής τους πελατείας δεν λένε το παραμικρό για την πηγή του κακού, τον μεγάλο ασθενή, τις παρωχημένες, αντιπαραγωγικές και ανεπαρκείς δομές της διοίκησης. Επιδεικνύουν αφωνία ως προς τις αποκρατικοποιήσεις, τις μεταρρυθμίσεις και την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Έχοντας στις πολιτικές και ιδεολογικές αποσκευές, τον λαϊκισμό, τον κρατισμό και τις πελατειακές σχέσεις, μοναδικό τους μέλημα είναι η επιβίωσή τους, την οποία επιδιώκουν με κάθε μέσο ακόμη και με τη μετάβασή τους σε άλλο πολιτικό σχήμα ή παίζοντας παιχνίδια σε βάρος των κομμάτων τους.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Επενδύοντας στα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, καταφεύγουν στον γνωστό καταγγελτικό λόγο, μοιράζοντας ανεδαφικές υποσχέσεις, δεξιά κι αριστερά. Μολονότι βλέπουν ότι η έντονη δυσαρέσκεια για την κυβερνητική πολιτική δεν μεταφράζεται σε αποδοχή, εντούτοις επιμένουν στις μονομέρειες και αυταρέσκειές τους.
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επιδιώκοντας να διευρύνει την μπλοκαρισμένη επιρροή του, υιοθετεί ακραίες λαϊκίστικες πολιτικές, έχοντας μοναδικό γνώμονα να είναι αρεστό. Αποκαλυπτικό είναι ότι ακόμη και στο μείζον πολιτικό ζήτημα της ευρωπαϊκής στρατηγικής της χώρας, οι προσπάθειες της ηγεσίας του να διευκρινίσει τις θέσεις της συνυπάρχουν με μία καθαρή και δεδηλωμένη πρόταση για αποδέσμευση από την Ευρωζώνη. Φαίνεται να παραβλέπει το γεγονός ότι δεν νοείται ως κόμμα κυβερνητικής προοπτικής πλέον να συντηρεί, εσκεμμένα ή όχι, τη νομισματική αστάθεια.
Παγιδευμένος στον μονοθεματικό αντιμνημονιακό του λόγο, ο ΣΥΡΙΖΑ εναποθέτει την επίλυση όλων των εκκρεμοτήτων στην αποδέσμευση από τις δανειακές συμβάσεις. Μη μπορώντας να διαχειριστεί τις εγγενείς αδυναμίες του, στρογγυλοποιεί τις θέσεις του σε τέτοιο βαθμό, που στην ουσία δεν μας λέει κάτι συγκεκριμένο. Αντιγράφοντας τις δοκιμασμένες και αποτυχημένες στρατηγικές του παρελθόντος, ιδιαίτερα εκείνες του πρωτόγονου ΠΑΣΟΚ, καταφεύγει σε ανέξοδες υποσχέσεις, σε γενικόλογες και βαρύγδουπες διακηρύξεις και σε έναν ακατάσχετο βερμπαλισμό. Ξεχνά ότι σε συνθήκες κρίσης, η εναλλακτική πρόταση οφείλει να είναι θεμελιωμένη στη ζώσα πραγματικότητα. Διαφορετικά, το μόνο που επιτυγχάνει είναι η αναπαραγωγή και διατήρηση ενός χρεοκοπημένου παραγωγικού και διοικητικού μοντέλου και η αναβίωση των ελλειμμάτων.
Στις λογικές του ανορθολογισμού φαίνεται να έχει παλινδρομήσει και η άλλοτε κυβερνώσα Αριστερά. Η ΔΗΜΑΡ, ολοένα και περισσότερο μετατρέπεται σε συμπληρωματική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας απολέσει την ιδεολογική και πολιτική της αυθυπαρξία.
Κοινό χαρακτηριστικό κυβερνώντων και αντιπολιτευόμενων είναι η αμηχανία τους ως προς τη στρατηγική που ακολουθούν. Η δυστοκία τους να διευρύνουν το πολιτικό τους ακροατήριο, θέτει ζητήματα αποτελεσματικότητας και φερεγγυότητας. Η ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού γίνεται όλο και πιο έντονη. Οι υπάρχουσες κομματικές δυνάμεις, ευρισκόμενες σε αναντιστοιχία με την εκφρασμένη βούληση της κοινής γνώμης, για να μην βρεθούν σε πλήρη διάσταση μαζί της, θα αναγκαστούν να προβούν στις απαραίτητες ανατοποθετήσεις.