Εφημερίδα Τα Νέα
5 Νοεμβρίου 2000
Περί της υπόθεσης του νεαρού Οδυσσέα, αρκετά νομίζω είπαμε και …μηχανευθήκαμε. Όμως, μια δεύτερη «ανάγνωσή» της φέρνει στην επιφάνεια –ακόμη μια φορά- παλιούς δυϊσμούς. Και αυτό γιατί όπως υπάρχουν δύο Ελλάδες, έτσι υπάρχουν και δύο αντιλήψεις περί πατριωτισμού.
Η πρώτη είναι αυτή των συμβόλων, ενώ η δεύτερη είναι αυτή των περιεχομένων. Η πρώτη ταυτίζει την πατρίδα με τα σύμβολά της. Πρόκειται για ένα φετιχιστικό πατριωτισμό, μυθολογικό, μη εκκοσμικευμένο που αντιλαμβάνεται την πατρίδα ως παρελθόν, ως μουσείο, ως νεκρό σύμβολο, ενώ αρνείται να τη δει ως παρόν, ως αντίφαση και ως ζωή. Πρόκειται για μια αντίληψη που λατρεύει την εικόνα της και μισεί την πραγματικότητά της, που αναπολεί τις εθνικές αναμνήσεις και αγνοεί τους ζωντανούς ανθρώπους της. Δηλαδή, αγνοεί το ίδιο το κοινωνικό υλικό της. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα πατριωτισμό της εσωστρέφειας, της ιστορικότητας και της φοβικότητας.
Αυτό το είδος του «πατριωτισμού» συγγενεύει, εκτός των άλλων, με τη θρησκοληψία. Αλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι πρωταγωνιστές και των δύο αυτών ρευμάτων, είναι συνήθως τα ίδια πρόσωπα. Από τη μια πλευρά, ο μεν θρησκόληπτος θεωρεί μέγα αμάρτημα τη βλασφημία, ενώ ανέχεται χωρίς καμιά δυσκολία, για παράδειγμα, την ύβρη της ανεργίας. Από την άλλη, ο ρητορικός πατριώτης ανέχεται την κοινωνική, οικονομική, τεχνολογική μιζέρια της χώρας, ενώ διυλίζει σημαίες, πλαστικές ταυτότητες, φετίχ και ξόανα.
Όμως, απέναντι στο ρητορικό πατριωτισμό, τον πατριωτισμό των συμβόλων, υπάρχει ο πατριωτισμός των περιεχομένων και της πράξης. Με άλλα λόγια, υπάρχει ο πατριωτισμός όσων από το δικό τους μετερίζι μοχθούν για μια σύγχρονη και ισχυρή Ελλάδα. Είναι ο πατριωτισμός εκείνων που πριν απ’ όλα κάνουν με ευσυνειδησία και αποτελεσματικότητα τη δουλειά τους, που θεωρούν την εφορία, εκτός από φορομπηχτικό μηχανισμό και εθνικό ταμείο, που αντί να κραυγάζουν και να σκιαμαχούν με το παρελθόν ή να κοκορεύονται, δουλεύουν. Είναι ο πατριωτισμός αυτών που αρνούνται την πατριδοκαπηλία, που ατενίζουν, με αισιοδοξία και χωρίς εθνικά «κόμπλεξ» και συμπλέγματα, το σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας.
Και αυτό, γιατί ο υπερπατριωτισμός που συχνά εκτρέπεται σε ξενοφοβικά, ρατσιστικά και εθνικιστικά μονοπάτια, είναι η άλλη όψη του ραγιαδισμού. Είναι η άλλη όψη ενός εθνικού «κόμπλεξ» κατωτερότητας που εκδηλώνεται αντεστραμμένα. Όπως ακριβώς κάποιος φωνάζει στο σκοτάδι για να ξεπεράσει το φόβο του. Ετσι, δεν είναι δυνατόν σε μια σύγχρονη κοινωνία ορισμένοι να αναπαράγουν φαινόμενα στασιμότητας και αγκύλωσης, γιατί τους αρέσει να ζουν στον κόσμο των συμβόλων.
Όμως, ευτυχώς, η σημερινή Ελλάδα δεν είναι η Ελλάδα αυτού του υπερπατριωτισμού, ούτε η Ελλάδα των τηλεοπτικών παραθύρων. Όπως στα σύγχρονα πεδία των μαχών δεν χρειάζονται σημαίες και λάβαρα, έτσι και η σύγχρονη Ελλάδα δεν χρειάζεται σύνδρομα φοβικότητας και ξενοφοβίας. Αντίθετα, αυτό που χρειάζεται είναι γνώση, μέθοδο και ανοικτά μυαλά. Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να κολυμπήσει στο αρχιπέλαγος ενός παγκοσμιοποιημένου κόσμου.