Νίκος Κωνσταντάρας
Καθημερινή, 24/9/2017
Εχουμε αποδεχθεί εδώ και πολύ καιρό ότι στην Ελλάδα το ιδανικό της διάκρισης των εξουσιών ηττήθηκε κατά κράτος από την ιδέα του Νίτσε ότι οι εξουσίες πρέπει να συγκεντρώνονται στα χέρια των ισχυρών. Οταν οι ναζί βρέθηκαν να κυβερνούν (χάρη στην απροσεξία και την ανευθυνότητα των άλλων πολιτικών δυνάμεων στη Γερμανία), η συγκέντρωση της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας στα ίδια χέρια οδήγησε σε παγκόσμιο αιματοκύλισμα. Στην Ελλάδα το ίδιο πρόβλημα οδηγεί στην αναπαραγωγή της φαυλότητας, της μετριότητας, του κομματικού κράτους και του ρουσφετιού.
Οι τελευταίες μέρες μόνο αρκούν να πεισθεί και ο πιο αισιόδοξος παρατηρητής ότι η Ελλάδα απέχει ολοένα περισσότερο από τις αρχές του Διαφωτισμού, από τις έννοιες της φιλελεύθερης δημοκρατίας όπως αυτή διαμορφώθηκε στη Δύση. Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου ο πυρήνας κάποτε καυχιόταν ότι ήταν το πιο προοδευτικό κομμάτι της κοινωνίας, άγεται και φέρεται από τον εταίρο Πάνο Καμμένο: όταν ο αρχηγός των ΑΝΕΛ εγκρίνει, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να επιδεικνύει κοινωνικό φιλελευθερισμό· όταν ο κ. Καμμένος τραβάει τα λουριά, εναπόκειται σε κόμματα της αντιπολίτευσης να στηρίξουν τις κυβερνητικές επιλογές – έως την περασμένη εβδομάδα, όταν αποφάσισαν ότι δεν θα ψηφίζουν μέτρα τα οποία δεν στηρίζουν οι Ανεξάρτητοι Ελληνες και ας συμφωνούν με τα προτεινόμενα νομοσχέδια. Αυτό είναι κατανοητό όσον αφορά τον πολιτικό μας πολιτισμό, αλλά δείχνει και το αδιέξοδό του. Η σχέση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, επίσης, ενίσχυσε τη φωνή της Εκκλησίας περαιτέρω, ενώ προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν διαχωρίσει τη σχέση Κράτους – Εκκλησία σε μεγαλύτερο βαθμό.
Η επιλογή της νέας δικαστικής ηγεσίας από την κυβερνητική επιτροπή την περασμένη Δευτέρα δείχνει, επίσης, έντονη διάθεση παρέμβασης. Ασφαλώς αυτή η κυβέρνηση δεν είναι η πρώτη που ενδίδει στους πειρασμούς της εξουσίας, τοποθετώντας ανθρώπους της αρεσκείας της σε κρίσιμα πόστα σε όλο τον κρατικό μηχανισμό και στους κρατικούς θεσμούς, από την προεδρία του Αρείου Πάγου έως τους διευθυντές σχολείων. Οταν, όμως, επιλέγονται για την κορυφή της πυραμίδας δικαστικοί λειτουργοί που προσφάτως δίκασαν υπέρ της αγωγής ανώτατου κυβερνητικού στελέχους, σε μια δίκη που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, είναι φανερό ότι η κυβέρνηση δεν συγκινείται απ’ οποιαδήποτε σκιά συναλλαγής. Δεν πτοείται από τον φόβο μήπως φανεί ότι μπλέκει την εκτελεστική με τη δικαστική εξουσία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ούτε, μάλιστα, ανησυχεί κανείς από το γεγονός ότι ο εν λόγω υπουργός εκμεταλλεύεται το αξίωμά του ανερυθρίαστα στον πόλεμο που έχει κηρύξει εναντίον περιοδικού. Την ίδια ώρα, άλλα κυβερνητικά στελέχη χρησιμοποιούν κρατικά οχήματα, ακόμη και περιουσία των Ενόπλων Δυνάμεων, ως προσωπικά αντικείμενα. Ετσι, το κόμμα μπλέκεται με την κυβέρνηση, η κυβέρνηση με το κράτος, και το κράτος τίθεται στην υπηρεσία του ατόμου – του ατόμου που όφειλε να το υπηρετεί προς όφελος του συνόλου.
Γι’ αυτό πρόσφατη δήλωση –με δόση ιερής αγανάκτησης– του Παναγιώτη Κουρουμπλή ήταν τόσο αφοπλιστική. «Δεν δικαιούμαι να έχω ένα πρόσωπο εμπιστοσύνης δίπλα μου;», αναρωτήθηκε ο υπουργός Ναυτιλίας όταν δεν μπορούσε να αποκρύψει ότι συνεργάτιδά του που γέλασε ειρωνικά καθώς ο αρχηγός της Ν.Δ. Κυριάκος Μητσοτάκης αγόρευε σε επιτροπή της Βουλής ήταν συγγενής του. Αφού όλοι οι θεσμοί και οι εξουσίες μπλέκονται, γιατί να απαιτείται απολογία για την τοποθέτηση του σημαντικότερου θεσμού πάνω από τους άλλους – αυτόν της οικογένειας; Η απάντηση που οφείλουμε όλοι στον κ. Κουρουμπλή και σε ομοϊδεάτες του είναι μία: Οχι, δεν δικαιούστε συγγενή σε θέση συμβούλου· αυτό που χρειάζεται είναι αξιολόγηση και αξιοκρατία. Εάν, όμως, ίσχυε αυτό, ο πολιτικός μας πολιτισμός δεν θα βρισκόταν 200 χρόνια πίσω. Και οι πολιτικοί μας θα ήσαν χαμένοι.