Μαρία Κατσουνάκη
Καθημερινή, 17/9/2017
Ο πανικός δύσκολα κρύβεται από τις δηλώσεις των αξιωματούχων της κυβέρνησης για το θέμα της ρύπανσης του Σαρωνικού. Δεν είναι μόνον οι αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις, η διάχυση των ευθυνών, η προσπάθεια να συγκαλυφθούν ανεπάρκειες και αδράνειες του κρατικού μηχανισμού. Είναι και η παγωμένη έκφραση στα πρόσωπά τους, σημάδι αδιάψευστο του σοκ και της αδυναμίας διαχείρισής του.
Από την άλλη, είναι και τα πρόσωπα των κατοίκων των περιοχών που είδαν τις ακτές τους να αλλάζουν χρώμα και τη μυρωδιά από το πετρέλαιο να μην αφήνει κανένα περιθώριο αυταπάτης. Οι αισθήσεις πέρασαν σε μια σκοτεινή, κολλώδη, δύσοσμη επικράτεια. Το μπάνιο στις ακτές της Αττικής, στα Βοτσαλάκια, στον Αλιμο, στο Παλαιό Φάληρο, στη Γλυφάδα, απαγορεύεται. Επίσης, ο υπουργός Υγείας επισήμανε «τον κίνδυνο η ρύπανση από την πετρελαιοκηλίδα να περάσει στη διατροφική αλυσίδα, κάτι που ίσως φανεί αργότερα και γι’ αυτό θα πρέπει να εντοπιστεί ο βαθμός επηρεασμού της περιβαλλοντικής μόλυνσης». Υποθηκεύεται, λοιπόν, το μέλλον στην πρωτεύουσα της ελληνικής κρίσης. Κι αυτήν τη φορά δεν είναι το οικονομικό ή το εργασιακό (αν και αυτό θα επηρεαστεί) αλλά αυτό που επέτρεπε μια μικρή, προσωρινή, χαλάρωση. Μια βουτιά στη θάλασσα και ύστερα φρέσκος μεζές σ’ ένα τραπέζι στην παραλία. «Κανείς δεν πρέπει να ψαρεύει ούτε να κολυμπά στις περιοχές που υπάρχει μαζούτ», η αυστηρή προειδοποίηση του υπουργού Υγείας.
Πώς μπορεί να παρηγορήσει κανείς όλους εκείνους (δεν είναι καθόλου λίγοι) που η καθημερινότητά τους συνδεόταν με τη θάλασσα; Με μια ανάσα δωρεάν, συμβολικά και πραγματικά; Μια επιπλέον στέρηση, στην εποχή των στερήσεων. Υπερβολή; Οχι και τόσο. Οι περιβαλλοντικές καταστροφές δεν χρειάζονται διεκτραγώδηση. Υπάρχουν. Είναι μπροστά μας, τις βιώνουμε, υφιστάμεθα τις απτές συνέπειές τους.
Πριν από λίγες ημέρες 19 ακτές σε όλη την Ελλάδα έχασαν τη «Γαλάζια Σημαία» τους, αποσύρθηκαν, δηλαδή, από τον σχετικό κατάλογο, εθνικό και διεθνή, του 2017 γιατί δεν πληρούσαν τα αυστηρά κριτήριά του σε: παροχή υπηρεσιών προς τους λουόμενους, καθαριότητα, ασφάλεια κ.ά. Προφανώς, οι παραλίες αυτές συνεχίζουν να λειτουργούν όπως και πριν, η αφαίρεση της Σημαίας συνιστά υποβάθμιση αλλά όχι ορατή όσο η πετρελαιοκηλίδα. Την εβδομάδα που μας πέρασε, επίσης, ανακοίνωσε το Ευρωδικαστήριο την καταδίκη της χώρας μας για την έλλειψη βιολογικού καθαρισμού και αποχέτευσης σε περιοχές της Δράμας, της Καβάλας, της Βοιωτίας και της Χαλκιδικής. Πριν από την ευρω-καταδίκη (προς το παρόν δεν συνεπάγεται πρόστιμο) είχε προηγηθεί διαδικασία κρούσεων για συμμόρφωση μιας, τουλάχιστον, πενταετίας. Από τον, μέχρι στιγμής, απολογισμό του καλοκαιριού δεν θα έπρεπε να παραλείψουμε και την επίθεση από τσούχτρες στον Κορινθιακό (συνέπεια κυρίως της υπεραλίευσης) που μετέτρεψε το κολύμπι σε θερινό εφιάλτη.
Η ιστορία των περιβαλλοντικών παραβάσεων της χώρας μας χάνεται στις δεκαετίες αλλά να που, από συγκυρία, αυτές τις ημέρες, ζούμε σαν ελεύθεροι πολιορκημένοι. Γίνεται κι εδώ «ταμείο». Οι ποινικές διώξεις για τη βύθιση του δεξαμενόπλοιου, που προκάλεσε την τεράστια ρύπανση, ξεκινούν, μηνύσεις κατατίθενται από τους δημάρχους των περιοχών που έχουν πληγεί, η δικαιοσύνη αναλαμβάνει τον ρόλο της, η φύση όμως έχει προηγηθεί θέτοντας τους όρους της, οι οποίοι και βαραίνουν καθοριστικά στις ζωές μας.
Πώς διαχειρίζεται μια κυβέρνηση μια περιβαλλοντική καταστροφή; Εν έτει 2017, με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε πλήρη ανάπτυξη, μία είναι μόνο η απάντηση: με ετοιμότητα και σοβαρότητα. Δεν προσπαθεί να υποβαθμίσει το πρόβλημα, δεν επινοεί φαιδρές δικαιολογίες, δεν «φωνάζει» την αδυναμία της στην προσπάθειά της να καλύψει άγνοια και ανημπόρια. Δεν κάνει επικοινωνιακό «γιούρια» σαν ασύντακτο ασκέρι. Γιατί δεν είναι μόνο ότι μεγεθύνεται ο κίνδυνος για τη δημόσια υγεία (που είναι και το πιο σοβαρό), επιτείνεται και ένα αίσθημα μοναξιάς και θλίψης. Μία ακόμη επιβεβαίωση ότι η κυβέρνηση διαχειρίζεται την εικόνα της και όχι το πρόβλημα. Μακιγιάρεται όμως κανείς με μαζούτ;