Εφημερίδα Η Αξία
25 Οκτωβρίου 2013
Η νέα προγραμματική συμφωνία ΝΔ-ΠΑΣΟΚ αναμφίβολα συνιστά ένα μίνιμουμ πλαίσιο συνύπαρξης και συμπόρευσης των δύο εταίρων. Δεν έχει σχέση με το προηγούμενο διακηρυχτικό και γενικόλογο κείμενο της τρικομματικής κυβέρνησης και θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για κοινές προσεγγίσεις σε θέματα, τα οποία μέχρι σήμερα απέφευγαν εσκεμμένα να θίξουν.
Ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκές και ολοκληρωμένο κυβερνητικό πρόγραμμα. Αποκρυπτογραφώντας το περιεχόμενό του, γίνεται εμφανές ότι οι ηγεσίες των δυο κομμάτων προέκριναν τα ζητήματα, όπου μπορεί να επιτευχθεί συμπόρευση και συμπαράταξη, ενώ απέφυγαν εκείνα στα οποία εμφανίζουν αποκλίνουσες θέσεις.
Το βασικό χαρακτηριστικό της νέας «κυβερνητικής διακήρυξης» -όπως αποκαλείται- είναι ότι προσπαθεί να βρίσκεται σε αρμονία με τις μνημονιακές υποχρεώσεις και δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα. Οι δυο εταίροι κινούνται πάνω σ’ αυτές, αποφεύγοντας να διατυπώσουν με σαφήνεια και καθαρότητα θέσεις για τις διαρθρωτικές αλλαγές, τις μεταρρυθμίσεις, τις αποκρατικοποιήσεις, την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Οι αναφορές τους είναι γενικόλογες και αόριστες.
Ως κατεξοχήν πελατειακά κόμματα, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ λειαίνουν τις αιχμές τους στα συγκεκριμένα ζητήματα, γιατί δεν θέλουν να διαρρήξουν εντελώς τις σχέσεις τους με τις δυνάμεις που αντιστρατεύονται τις αλλαγές στη διοίκηση, στο κράτος, στην οικονομία. Αν και γνωρίζουν ότι οι πολιτικές που πρέπει να ακολουθηθούν, στην πραγματικότητα προϋποθέτουν και τη δική τους υπέρβαση, συμβιβάζονται, προσπαθώντας να εξισορροπήσουν διαφορετικές θέσεις. Ωστόσο, προτάσσοντας τον συγκερασμό, αποφεύγουν να μπουν στον πυρήνα των προβλημάτων και να δώσουν απαντήσεις σε θέματα στρατηγικού χαρακτήρα.
Η νέα προγραμματική συμφωνία περισσότερο έρχεται να καλύψει τρέχουσες πολιτικές ανάγκες και των δύο εταίρων, παρά να δώσει ώθηση και δυναμική στο κυβερνητικό έργο. Άλλωστε, το κεντρικό της μήνυμα είναι η εναντίωση στη λήψη νέων μέτρων, καθώς και η αποφυγή νέων μνημονίων. Με τις θέσεις αυτές επιχειρείται να διαμορφωθεί ένα κοινό μέτωπο στις αμφιβολίες, στις ενστάσεις, ακόμη και στις αμφισβητήσεις των ευρωπαίων εταίρων και των δανειστών.
Στην πραγματικότητα, οι κυβερνητικοί εταίροι καταφεύγουν σε κινήσεις τακτικισμού, για να αποφύγουν την περαιτέρω αποξένωσή τους από την πλειονότητα των πολιτών. Πάντως το βέβαιο είναι ότι με την πρωτοβουλία τους δεν δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια ουσιαστική και στιβαρή συνεργασία που θα υπερβαίνει τις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας και την εκάστοτε συγκυρία. Η αναγκαιότητα της δημοσιονομικής εξυγίανσης είναι δεδομένη. Ωστόσο, η επίτευξή της δεν συνιστά μια νέα παραγωγική και αναπτυξιακή στρατηγική, η απουσία της οποίας είναι εμφανής στο υλοποιούμενο κυβερνητικό πρόγραμμα.
Τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα, αντιγράφοντας τον παλιό κακό εαυτό τους, συγχέουν τις εθνικές προτεραιότητες με τις κομματικές, αποφεύγοντας τη διατύπωση καθαρών προτάσεων και θέσεων και ετεροχρονίζοντας τις αναγκαίες αποφάσεις. Ηθελημένα ξεχνούν ότι οι πολιτικές σκοπιμότητες ήταν αυτές που οδήγησαν στην οικονομική, κοινωνική και διοικητική υστέρηση της χώρας.
Η Ελλάδα μπήκε στον αστερισμό των κυβερνητικών συνεργασιών, παρά τις αντίθετες επιθυμίες των πολιτικών της ελίτ. Η προηγούμενη εμπειρία της τρικομματικής και εν συνεχεία της δικομματικής συμπαράταξης αποδεικνύει ότι οι ηγεσίες συνεχίζουν να παραμένουν ευάλωτες στις παλιές λογικές του στενού κομματικού συμφέροντος.
Η κοινή γνώμη όμως, όπως δείχνουν όλες σχεδόν οι δημοσκοπήσεις, αντιλαμβάνεται ότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις που δρουν υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Γι’ αυτό προκρίνει τις πολιτικές συνεργασίες που στηρίζονται στις συναινέσεις και τις κοινές προσεγγίσεις.
Ωστόσο, η νέα επικαιροποιημένη προγραμματική συμφωνία υπολείπεται των πραγματικών αναγκών της οικονομίας και της χώρας. Κι αυτό γιατί είναι συγκυριακή και δεν χαρακτηρίζεται από την καθαρότητα θέσεων και στόχων, καθώς και από την ένταση και την αποφασιστικότητα των πολιτικών επιλογών. Οι κυβερνητικοί εταίροι, μη μπορώντας να απεγκλωβιστούν από τις μονομέρειες και τις αυταρέσκειες των μονοκομματικών κυβερνήσεων και αδυνατώντας να δουν τις ανάγκες σε μάκρο επίπεδο, αυτοπεριορίζονται για άλλη μια φορά σε μια τρέχουσα διαχείριση, απομειώνοντας την εμβέλεια και τη σημασία της συνεργασίας τους.