Φώτης Γεωργελές
Athens Voice, 09/07/2021
Αυτή η εβδομάδα, 6 χρόνια πριν, ήταν μια από τις δραματικότερες στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας. Η χώρα έφτασε στο χείλος της άτακτης χρεοκοπίας και της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Καθόλου περίεργο που οι νικητές του 62% στο δημοψήφισμα δεν θέλουν καν να αναφέρεται η μέρα εκείνη και τη θυμούνται μόνο οι χαμένοι.
Την ίδια βδομάδα διαπιστώνεται ένα γεγονός που δεν έχει ξανασυμβεί. Στα μέσα της θητείας της, τότε δηλαδή που κάθε κυβέρνηση αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη φθορά, η διαφορά της από την αξιωματική αντιπολίτευση είναι μεγαλύτερη από εκείνη των εκλογών του 2019. Το τωρινό φαινόμενο έχει την αφετηρία του στο πρώτο, στο 2015.
Με το δημοψήφισμα-παρωδία του 2015, ο τότε πρωθυπουργός μετέτρεψε τους ψηφοφόρους σε συνενόχους. Δεν θα μπορούσαν έκτοτε να τον κατηγορήσουν για την όπως αποδείχθηκε καταστροφική πολιτική του. Με το θριαμβευτικό 62% ο σοφός λαός μίλησε, αυτός αποφάσισε.
Έκανε όμως και κάτι άλλο. Έχοντας μπροστά τις επόμενες κάλπες και την ανάγκη διατήρησης της εξουσίας, δεν αποδέχθηκε ποτέ ότι η πολιτική του ηττήθηκε, γιατί δεν θα μπορούσε ποτέ να νικήσει. Γιατί δεν ήταν σωστή, δεν ήταν δίκαιη. Αντιθέτως, παρόξυνε ακόμη περισσότερο το πολιτικό κλίμα του προηγούμενου διαστήματος. Οι «προδότες», οι «γερμανοτσολιάδες» και οι «τρόικες εσωτερικού» παρέμειναν τέτοιοι. Η πολιτική ήταν σωστή, πλην οι δυνάμεις του εχθρού ήταν υπέρτερες. Χρησιμοποίησε δηλαδή το οικείο και παρηγορητικό μοτίβο της ελληνικής ιστορίας: Δεν κάνουμε ποτέ λάθος, ο ηρωικός λαός έχει πάντα δίκιο, απλώς οι εχθροί είναι περισσότεροι.
Στην πραγματικότητα η τότε κυβέρνηση, ακόμα και μετά τη μεταστροφή του Όχι σε Ναι, ανανέωσε με το εκλογικό σώμα το υποσχετικό συμβόλαιο: Μπορεί να ηττηθήκαμε, αλλά ο σκοπός παραμένει ο ίδιος μέχρι τη νίκη. Η διάσωση του μεταπολιτευτικού συστήματος.
Ο Σταύρος Θεοδωράκης, στην Καθημερινή πριν λίγες μέρες, διηγήθηκε τη σκηνή στο Προεδρικό Μέγαρο, όταν ο Λαφαζάνης διακόπτει τη δραματική σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών λέγοντας ότι επιτέλους ο Πούτιν απάντησε στην έκκληση της ελληνικής κυβέρνησης, είναι στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Ενώ το τηλεφώνημα εξελίσσεται σε μια αίθουσα, ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ με χαρούμενα πρόσωπα ονειρεύονται ήδη τα ρούβλια της Gazprom. Όταν ο Αλέξης Τσίπρας επιστρέφει, πελιδνός ανακοινώνει ότι ο Πούτιν για το μόνο που δεσμεύτηκε ήταν να πει έναν καλό λόγο στη Μέρκελ για μας.
Αυτή ήταν η ιδέα. Ότι με κάποιο τρόπο, κάποτε με δολάρια, μετά με ευρώ, τώρα με ρούβλια ρώσικα, με μπολίβαρ του Μαδούρο, με ιρανικά πετρέλαια, με οτιδήποτε, κάπως, με τρόπο μαγικό, το κράτος θα μπορεί αενάως να δανείζεται 30 δισ. ετησίως για να τα μοιράζει στους πολίτες του. Η νέα μεγάλη ιδέα.
Αυτό «αγόρασαν» οι ψηφοφόροι τον Σεπτέμβριο του 2015 και φαινομενικά παράλογα, στην πραγματικότητα όμως εντελώς πραγματιστικά, ξαναψήφισαν μια κυβέρνηση που επί 8 μήνες αποτύγχανε στα περισσότερα από αυτά που έλεγε.
Αυτό ψήφισαν και αυτό έβλεπαν να διαψεύδεται τα επόμενα 4 χρόνια. Αργά, οδυνηρά, λίγο-λίγο ώστε να το συνειδητοποιήσουν. Ήταν το ακριβότερο μάθημα πολιτικής ωρίμανσης της πρόσφατης ιστορίας. Η ελληνική κοινωνία μέρα με τη μέρα αντιλαμβανόταν ότι δεν υπάρχει επιστροφή στο παρελθόν. Ότι χωρίς τα δανεικά το πελατειακό κράτος λειτουργεί μόνο για τα ανώτερα στρώματα της νομενκλατούρας, για να διορίζουν οι υπουργοί τους γονείς και τους συζύγους τους στις διοικήσεις των οργανισμών και μερικές εκατοντάδες κομματικά στελέχη σε θέσεις μετακλητών στην κρατική μηχανή. Πέραν τούτου δεν περισσεύει τίποτα παραπάνω. Για τους υπόλοιπους, αυξήσεις στον ΕΝΦΙΑ, μειώσεις αφορολόγητου, αυξήσεις στις εισφορές, μειώσεις στις επικουρικές, κατάργηση ΕΚΑΣ. Τα χρόνια της μιζέριας.
Το σύστημα της μεταπολίτευσης που χρεοκόπησε είχε τόσους πολλούς υπερασπιστές, ακριβώς επειδή ήταν τόσο «δημοκρατικό». Μοίραζε μαζικούς διορισμούς 100δων χιλιάδων στο Δημόσιο, πρόωρες συντάξεις, προσόδους στα κλειστά επαγγέλματα, δουλειές με το κράτος και συμβόλαια στις μεγάλες οικογένειες, «αναπηρικές» συντάξεις και «χαλασμένες» ταμειακές στους μικρούς.
Το πελατειακό κράτος χωρίς τα λεφτά των άλλων, των δανειστών, όχι μόνο είναι φτωχό και μίζερο, αλλά και προκαλεί με την αδικία και τις ανισότητες, όπως τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που κατέρρευσαν.
Αυτό ζούσε και συνειδητοποιούσε η ελληνική κοινωνία κάθε μέρα και περισσότερο. Τη μεταστροφή αυτή την έβλεπαν οι αναλυτές καθαρά όλο και πιο πολύ. Κάποιοι, για να την ξορκίσουν, την ονόμασαν «αντισύριζα μέτωπο».
Ήταν παραπάνω από την αντιπάθεια σε ένα κόμμα. Οι μεταστροφές από το ένα κόμμα στο άλλο συμβαίνουν, και μετά μπορεί να ξανασυμβούν με αντίθετη φορά. Εδώ όμως υπήρχε μεταστροφή της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας και απομάκρυνση όχι από ένα κόμμα, από ένα ολόκληρο μοντέλο. Οι 500 χιλιάδες νέοι που εγκατέλειψαν τη χώρα ψάχνοντας δουλειές αλλού έδειχναν εμφατικά τον δρόμο. Η χώρα μας θα συντονιζόταν και θα συναγωνιζόταν την υπόλοιπη Ευρώπη σε αλλαγές που επιβάλλει η 4η επανάσταση της οικονομίας ή θα βυθιζόταν στην παρακμή της στασιμοχρεοκοπίας.
Δεν συζητούσαμε πια για κόμματα αλλά για άλλη εποχή. Όσο περνάει ο καιρός, η νοσταλγία της εποχής «πρέπει να μας πληρώνουν επειδή είμαστε Έλληνες», που έλεγε και γνωστός «βάρδος του έρωτα», μειώνεται, η ενηλικίωση προχωράει. Αυτό είναι η αιτία της ξεκάθαρης κυριαρχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στο πολιτικό σκηνικό παρά τη δύσκολη συγκυρία της πανδημίας. Αταλάντευτα τοποθετήθηκε από την πρώτη στιγμή στο μέτωπο του ευρωπαϊκού ορθολογισμού και απομάκρυνε κάθε τι που θα μπορούσε να θολώσει αυτή τη στάση.
Αυτό εξηγεί και την παραδοξότητα να πέφτει η αξιωματική αντιπολίτευση και να μην κερδίζει ούτε το ΚΙΝΑΛ. Γιατί ακατανόητα, ενώ ήταν το πρώτο κόμμα που τοποθετήθηκε στο μέτωπο που πια γίνεται κυρίαρχο και το πλήρωσε ακριβά, τώρα που η κοινωνία επιτέλους αναγνωρίζει και συντάσσεται με το μέτωπο της ευρωπαϊκής λογικής, της ανάκαμψης, των μεταρρυθμίσεων, το ΚΙΝΑΛ μοιάζει να ντρέπεται για το παρελθόν του και αποφάσισε να μετακομίσει στο μέτωπο που υποχωρεί, αναζητώντας «προοδευτικά μέτωπα» εκεί που δεν υπάρχουν, στην εποχή που τελείωσε.
Πιο αυτοκτονική πολιτική δεν θα μπορούσε να διαλέξει.