Ψευδεπίγραφη κυβερνητική συνεργασία

Εφημερίδα Η Αξία
15 Ιουνίου 2013

Η κρίση που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση δεν είναι κεραυνός εν αιθρία, υπέβοσκε από τη συγκρότηση ακόμα. Η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να συναινέσουν σε μια συνεργασία ενώ στην ουσία δεν την ήθελαν, δεν την πίστευαν και εν τέλει την υπονομεύουν. Η συμβίωσή τους ήταν ευκαιριακή – ακόμη και κερδοσκοπική. Ήθελαν να βρίσκονται στο πηδάλιο της εξουσίας χωρίς συγκεκριμένες δεσμεύσεις και ευθύνες και χωρίς να έχουν προσυμφωνήσει σε ένα κοινό προγραμματικό πλαίσιο.

Αντιλαμβανόμενες οι τρεις ηγεσίες ότι η χώρα ήταν δεσμευμένη απέναντι στους πιστωτές, αποδέχτηκαν ακουσίως και αναγκαστικά τις υποχρεώσεις της, δίχως ωστόσο να έχουν τη διάθεση ή την πρόθεση και να τις υλοποιήσουν άμεσα. Υιοθετώντας μια κουτοπόνηρη λογική, θεωρούσαν ότι οι δανειακές συμβάσεις θα μπορούσαν να προχωρήσουν με τον αυτόματο πιλότο.

Στερούμενες οποιασδήποτε πολιτικής πρότασης για την έξοδο από την κρίση κρύφτηκαν πίσω από τα μνημόνια, αντιμετωπίζοντάς τα ως αναγκαία κακά. Παράλληλα συνειδητοποιώντας τις αρνητικές τους πλευρές, οδηγήθηκαν από την πρώτη στιγμή σε τακτικισμούς και ανταγωνισμούς, διεκδικώντας η κάθε μία για τον εαυτό της το ρόλο του φιλολαϊκού.

Ως εκ τούτου, η συνεργασία τους ήταν ψευδεπίγραφη. Βασιζόταν στην εξυπηρέτηση κομματικών και προσωπικών συμφερόντων και αποσκοπούσε στη διεκδίκηση μεγαλύτερου μεριδίου στη διαχείριση της εξουσίας. Ήταν μια συμπόρευση χωρίς πολιτικές αρχές, χωρίς κοινές προσεγγίσεις και οριοθετημένες σχέσεις.

Είναι λογικό, επομένως, μια τέτοια κυβέρνηση να καθίσταται ευάλωτη και επιρρεπής στον λαϊκισμό, στον κομματισμό και στις πελατειακές πολιτικές. Ένα χρόνο μετά τον σχηματισμό της γίνεται περισσότερο από εμφανής η μονοθεματική της ατζέντα – πρωταρχικό και μοναδικό της μέλημα αποτελεί η δημοσιονομική εξυγίανση.

Οι διακηρύξεις της περί διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων όχι μόνο δεν είχαν πρακτικό αντίκρισμα, αλλά στην πραγματικότητα ήταν το προπέτασμα για τη συγκάλυψη όλων εκείνων των σκληρών μέτρων που ήταν αναγκασμένοι να υλοποιήσουν οι κυβερνητικοί εταίροι και τα οποία τα αντιμετώπιζαν ενοχικά, μη θέλοντας να λερώσουν τα χέρια τους. Ο ένας κρυβόταν πίσω από τον άλλο, επικαλείτο αντιδράσεις, και έλλειψη κοινωνικής συναίνεσης, ενώ ταυτόχρονα συναγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιος είναι περισσότερο κοινωνικά ευαίσθητος.

Θέλοντας να είναι αρεστοί στους πολιτικούς τους πελάτες, δεν ανέλαβαν καμιά πρωτοβουλία, για την εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης, τη στιγμή που ήξεραν ότι αυτή βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους αποδιάρθρωσης και ανυποληψίας. Η εξυγίανση και ο εξορθολογισμός του κράτους κατάντησε το πιο σύντομο ανέκδοτο. Η άρνησή τους να πάρουν αποφάσεις ακόμη και για το προκλητικό ζήτημα των επίορκων αποδεικνύει ότι μοναδικό τους μέλημα ήταν η διασφάλιση της εύνοιας συγκεκριμένων ομάδων, αδιαφορώντας για τα αρνητικά μηνύματα που εξέπεμπε στην κοινωνία η επιλογή τους αυτή.

Αποκαλυπτική ήταν και η στάση τους ως προς τις αποκρατικοποιήσεις και την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Και τα δύο αυτά ζητήματα τα εξοβέλισαν από τον λόγο τους, δεν τα είχαν εντάξει καν στις προτεραιότητές τους. Τα απώθησαν, πιστεύοντας ότι μ’ αυτό τον τρόπο δεν θα χρειαστεί να έρθουν σε αντίθεση με όλες εκείνες τις δυνάμεις που ένιωθαν θιγμένες και αντιδρούσαν. Αν και κατ’ εξοχήν πολιτικά θέματα και μάλιστα ζωτικής σημασίας, τα είχαν εκχωρήσει σε τρίτους, αφαιρώντας τους την πολιτική, κοινωνική και οικονομική διάσταση και εν τέλει αδιαφορώντας για την εξέλιξή τους.

Προφανώς για τους κυβερνητικούς εταίρους, οι αποκρατικοποιήσεις δεν συνδέονται με την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητά της, ούτε με τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου παραγωγικού και αναπτυξιακού μοντέλου που έχει ανάγκη η χώρα. Δεν θεωρούν ανασταλτικό παράγοντα τον υπερτροφικό, αντιπαραγωγικό και αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα. Ούτε πιστεύουν ότι αποτελούν τροχοπέδη οι κρατικές εταιρείες του τζόγου, του ιπποδρόμων και άλλων ευγενών δραστηριοτήτων.

Την προσέλκυση των επενδύσεων, αν και την διακηρύσσουν, την αφήνουν στην τύχη της, διότι στην πραγματικότητα είναι ακόμη θιασώτες των δημοσίων επενδύσεων. Αν και ξέρουν ότι με τις πολιτικές που ακολουθούν οι επιπτώσεις της κρίσης θα μετακυλιστούν στις πλάτες των πολιτών, οι οποίοι για άλλη μια φορά θα κληθούν να συνδράμουν στη δημοσιονομική εξυγίανση, εν τούτοις αδιαφορούν ή κρύβονται πίσω από γενικόλογες διακηρύξεις. Η μεταρρυθμιστική άπνοια που επί ένα χρόνο χαρακτηρίζει την τρικομματική κυβέρνηση δεν τους προβληματίζει δεν τους ανησυχεί. Το ενδιαφέρον τους περιορίζεται στο να αποφύγουν το πολιτικό κόστος, αδιαφορώντας για το κοινωνικό.

Η ανερμάτιστη απόφαση να κλείσει η ΕΡΤ είναι αποκαλυπτική. Επιβεβαιώνει τις δυστοκίες, τις αντινομίες που χαρακτηρίζουν και τους τρεις κυβερνητικούς εταίρους. Φανερώνει τον άτεχνο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε εν γένει το ζήτημα της εξυγίανσης των δημόσιων οργανισμών και ΔΕΚΟ. Παράλληλα αποδεικνύει περίτρανα ότι και οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι αναζητούν αφορμές για να εκδηλώσουν δημόσια τις υφέρπουσες αντιθέσεις τους.

Ωστόσο, οι άστοχοι χειρισμοί του Αντώνη Σαμαρά δεν νομιμοποιούν πολιτικά τους αντιδρώντες. Στην περίπτωση της ΕΡΤ, μάλιστα, είναι όλοι τους εκτεθειμένοι διότι ολιγώρησαν. Πάντως το βέβαιο είναι ότι η υπόθεση της δημόσιας τηλεόρασης λειτούργησε ως θρυαλλίδα προκειμένου να αποκαλυφθεί η απουσία ενός στοιχειώδους πολιτικού πλαισίου, μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων.

Η συνεργασία τους στερείται κοινής πολιτικής και προγραμματικής βάσης. Το γεγονός αυτό δεν τους εκθέτει μόνο, αλλά υπονομεύει την ίδια την κυβέρνηση, αποδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο ότι δεν διαθέτει τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις για να βγάλει τη χώρα από την κρίση.

Οι αντιδικίες, οι ενστάσεις και η μετάθεση ευθυνών από τον έναν στον άλλον δεν συγκαλύπτουν τη συλλογική τους ευθύνη. Οι κύριοι Σαμαράς, Βενιζέλος και Κουβέλης ευθύνονται γιατί ένα χρόνο τώρα η κυβέρνηση περιορίστηκε μόνο στη δημοσιονομική εξυγίανση. Ευθύνονται για τις στρεβλώσεις και τις μονομέρειες της.

Είναι υπόλογοι διότι δεν επιστράτευσαν σ’ αυτή τα καλύτερα πολιτικά τους στελέχη, αλλά και γιατί δεν τόλμησαν να πάρουν αποφάσεις, αναδεικνύοντας τις μεταρρυθμίσεις σε πρώτο εθνικό στόχο. Έχουν ευθύνη επειδή με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους στην πραγματικότητα υπονόμευσαν την αξία της κυβερνητικής συνεργασίας.

Η συνοχή, η βιωσιμότητα και η αποτελεσματικότητα του κυβερνητικού σχήματος δεν θα επιτευχθούν με ψιλοδιευθετήσεις, αλλά με τη θεμελίωση μιας νέας συνεργασίας που θα στηρίζεται σε καθαρές πολιτικές και καθαρές αποφάσεις.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *