Τα νέα κοινωνικά κινήματα

Περιοδικό Σοσιαλιστική Θεωρία και Πράξη
Τεύχος Αυγούστου 1987

Η Αριστερά στην Ευρώπη, η σημερινή κρίση και τα νέα κοινωνικά κινήματα

Η ταυτότητα και οι προοπτικές της Αριστεράς πρέπει να είναι το αντικείμενο ενός ουσιαστικού και γόνιμου διαλόγου που θα αρχίσει μεταξύ όλων των δυνάμεών της στην Ευρώπη. Ο διάλογος δεν μπορεί να γίνει με υπερβατικές και εξωιστορικές έννοιες και σχήματα που κληρονομήσαμε από το παρελθόν. Τα πεδία αναφοράς του οφείλουν να είναι οι σημερινές κοινωνικές, πολιτικές, ιδεολογικές και επιστημονικές πραγματικότητες.

Η ευρωπαϊκή Αριστερά χαρακτηρίζεται από συνεχείς μεταλλάξεις και μεταμορφώσεις, οι οποίες οφείλονται στις ιστορικές, κοινωνικές, ιδεολογικές και πολιτικές συντεταγμένες της κάθε περιόδου. Έτσι στο ερώτημα, ποιες δυνάμεις τη συγκροτούν, δεν μπορούμε να απαντούμε με αποκλεισμούς και αυτοαποκλεισμούς. Ούτε με στατικές διαχωριστικές γραμμές.

Κι αυτό γιατί είναι ένας πολυδύναμος ιδεολογικο-πολιτικός χώρος. Συνεπώς, ως τέτοιον πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε στο πλαίσιο του διαλόγου, ο οποίος θα αποσκοπεί στη «διαμόρφωση μιας στρατηγικής πρότασης με προγραμματικές προσεγγίσεις και κοινές επιλογές για την ευρωπαϊκή προοπτική και αλληλεγγύη. Αυτοί θα είναι ο βασικοί προσανατολισμοί των προοδευτικών δυνάμεων που προσπαθούν, μέσα από την πολυχρωμία και την πολλαπλότητά τους, να βρουν αξιόπιστους δρόμους και φερέγγυες συγκλίσεις, στοχεύοντας στην ποιοτική υπέρβαση του ιστορικού χάσματος ανάμεσα στους φορείς της Β’ και Γ’ Διεθνούς».1

Η ευρωπαϊκή Αριστερά μπορεί να αποκτήσει φερέγγυο πολιτικό και κοινωνικό λόγο και να αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη, μόνον όταν υπερβεί τις αρνητικές καταβολές, τις μονομέρειες και ανεπάρκειες του παρελθόντος. Μόνον όταν προσπαθήσει να εκσυγχρονιστεί και να εμπλουτίσει τα μεθοδολογικά της εργαλεία, που θα τη βοηθήσουν να διαμορφώσει ένα νέο σχέδιο για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας.

Σήμερα το ρεύμα του νεοσυντηρητισμού είναι μια πραγματικότητα στον ευρωπαϊκό χώρο. Όπως γράφει ο Ν. Μουζέλης «αυτόν τον έντονο συντηρητισμό δεν τον βλέπει κανείς μόνο στον χώρο της κομματικής πάλης που έφερε στην εξουσία ηγέτες, όπως η Θάτσερ, ο Σιράκ και ο Κολ. Τον βλέπει ακόμα πιο καθαρά στις καθημερινές νοοτροπίες, στον τρόπο ζωής της νεολαίας, στους ιδεολογικούς προσανατολισμούς των φοιτητικών κινημάτων, στον χώρο της μόδας, της διανόησης κ.λπ. Και η αντίδραση της Αριστεράς σ’ αυτή την κατάσταση είναι μέχρι σήμερα απογοητευτική. Πουθενά δεν αναπτύχθηκε μια σοβαρή και αποτελεσματική στρατηγική ικανή να σταματήσει τη βαθμιαία κατολίσθηση των ‘προοδευτικών’ δυνάμεων και τη θεαματική άνοδο του συντηρητισμού».2

Συνεπώς, είναι αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός της ιδεολογικής ταυτότητας, της στρατηγικής πρότασης και της πολιτικής φυσιογνωμίας της, προκειμένου να κρατηθεί στην επικαιρότητα το αίτημα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Διότι «εκείνο που η Αριστερά στην Ευρώπη δεν έχει εκτιμήσει σωστά είναι ότι ο νεοσυντηρητισμός αποτελεί πράγματι έναν ιστορικό νεωτερισμό: τη νέα στρατηγική του κεφαλαίου μετά την κρίση του κεϋνσιανού κράτους».

Η ανεύρεση και η επαναδιατύπωση της στρατηγικής πρότασής της, με νέους κοινωνικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους, είναι μια ιστορική και πολιτική αναγκαιότητα και πρέπει να στοχεύει στην ουσιαστική προσέγγιση και εξέταση όλων των παραμέτρων που συγκροτούν και διαμορφώνουν τον αριστερό λόγο.

Οι όψεις της κρίσης και η Αριστερά

Η σημερινή εποχή χαρακτηρίζεται από μία γενικευμένη κρίση και κοινωνική κατατονία που «διαπερνά ολόκληρο το οικονομικό, κοινωνικό και ανθρώπινο γίγνεσθαι, από την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση αγαθών μέχρι την απασχόληση, τη μόρφωση, την πληροφορία, τον ελεύθερο χρόνο και τον πολιτισμό».4

Τα χαρακτηριστικά αυτά της κρίσης δεν είναι όμοια με εκείνα άλλων εποχών. Αν η κρίση της δεκαετίας του ’60 έδειχνε και οριοθετούσε την αρχή της βιομηχανικής εποχής, η σημερινή -και ενώ βαδίζουμε με την προοπτική του 2000- οριοθετεί την αρχή μιας νέας: της μεταβιομηχανικής. Η τεχνολογική εξέλιξη, με τις σημαντικές κοινωνικές επιδράσεις και μεταλλαγές σε ολόκληρο το κοινωνικό-οικονομικό και πολιτικό εποικοδόμημα, σημαδεύει τη σημερινή φάση της υπέρβασης του βιομηχανικού κόσμου, ανατρέποντας τη σιγουριά και τη βεβαιότητα για τη νομοτελειακή κατάκτηση της προόδου.

Η ανάπτυξη της πληροφορικής και μικροηλεκτρονικής θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία, στον τρόπο οργάνωσής της, στις μορφές απασχόλησης και εργασίας, στις ανθρώπινες σχέσεις και στις κοινωνικές δραστηριότητες, στις μορφές κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης.

Οι αλλαγές αυτές, έχουν διλημματικό χαρακτήρα. Μπορεί να οδηγήσουν είτε στην κυριαρχία ενός τεχνοκρατικού ολοκληρωτισμού, που θα υποτάσσει τον άνθρωπο στις ανάγκες της τεχνολογίας, καταλύοντας τα όρια μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, αναπτύσσοντας διάφορες μορφές χειραγώγησής του. Είτε στην επικράτηση νέων παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες θα στηρίζονται μεν στις κατακτήσεις της τεχνολογικής εξέλιξης χωρίς να ισοπεδώνουν και να ευνουχίζουν τον παράγοντα άνθρωπο. Δεν θα στοχεύουν στον έλεγχο της προσωπικότητάς του, αλλά στην απελευθέρωση και διαφύλαξη της ιδιαιτερότητάς και διαφορετικότητας ως αναγκαίου στοιχείου δημιουργίας.

Αυτός ο διλημματικός χαρακτήρας των αλλαγών που επιφέρουν οι τεχνολογικές εξελίξεις εγείρει θεμελιώδη ερωτήματα. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι:

Ι. Ποιες μεταβολές θα έχουμε στην κοινωνική διαστρωμάτωση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών; Η «Κοινωνία της Πληροφορίας», όπως χαρακτηριστικά την ονομάζουν οι επιστήμονες, θα επιδράσει στο μοντέλο του κοινωνικού κράτους ή του κράτους πρόνοιας; Θα αναπτυχθεί ένας νέος τύπος κοινωνίας, εξαιτίας των αλλαγών και επιδράσεων στον τομέα της απασχόλησης και εργασίας; Θα μπορέσουμε να αντισταθούμε στη δημιουργία της κοινωνίας των δύο τρίτων στην οποία «οι διευθυντικές ομάδες ανέχονται την υποβάθμιση –όχι την απόλυτη εξαθλίωση- του πιο αδύναμου ενός τρίτου της κοινωνίας, το οποίο το αποτελούν οι άνεργοι, οι ευκαιριακοί εργάτες, οι ηλικιωμένοι των κατώτερων στρωμάτων, οι λιγότεροι προικισμένοι, οι νέοι, που δεν μπορούν να προσαρμοστούν στον κόσμο της δουλειάς»5, με αποτέλεσμα να ζει μόνιμα σε συνθήκες ανεργίας, υποβάθμισης, φτώχειας και περιθωρίου.

ΙΙ. Ποια θα είναι τα αποτελέσματα από την καθολική χρησιμοποίηση του κομπιούτερ; Θα υποκαταστήσει τον λειτουργικό και οργανικό αναλφαβητισμό που δημιουργούν οι μορφωτικές, κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, με τον ηλεκτρονικό αναλφαβητισμό; Θα αντικαταστήσει τις πολύπλευρες δραστηριότητες και τον «πολυδιάστατο» άνθρωπο με τον «μονοδιάστατο», βαθιά αποξενωμένο και αλλοτριωμένο; Πόσο θα συμβαδίζουν οι αλλαγές αυτές με την ανάπτυξη της Κοινωνίας των Πολιτών που επαγγέλλονται οι ζωντανές δυνάμεις της Αριστεράς;

ΙΙΙ. Ποιες αλλαγές θα υποστούν οι μέχρι τώρα μορφές πολιτικής, συνδικαλιστικής και εργασιακής οργάνωσης, και τι μεταβολές θα επιφέρουν στη δομή, στη σύνθεση και στη λειτουργία των κομμάτων και των συνδικάτων;

ΙV. Ποια θα είναι η μορφή συνδικαλιστικής οργάνωσης στις συνθήκες της κατ’ οίκον απασχόλησης με ωράριο προσωπικής εργασίας; Τι θα υποκαταστήσει τον κλαδικό και εργοστασιακό συνδικαλισμό;

V. Ποια η μορφή πολιτικής οργάνωσης των πολιτών στην Κοινωνία της Πληροφορίας»; Πόσο αποτελεσματικό θα είναι ένα «κόμμα-μηχανισμός, ένα ακόμα αντίγραφο του κρατικού και στρατιωτικού μηχανισμού, φυλακισμένο εντός των τειχών του;»6.

Αυτά τα ερωτήματα καταγράφουν τον χαρακτήρα της σημερινής ιστορικής φάσης που διανύει η ανθρωπότητα με διλημματικό και όχι νομοτελειακό τρόπο, όπως πιστεύει η παραδοσιακή Αριστερά.

«Το δίλημμα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα ξαναγίνεται επίκαιρο – αν υποτεθεί ότι είχε πάψει να είναι. Με τη διαφορά ότι με τον όρο βαρβαρότητα δεν πρέπει να εννοούμε ιστορικές καταστάσεις γνωστές μας από το παρελθόν, αλλά μια κοινωνία όπου η πλειονότητα των ανθρώπων έχει βυθιστεί σε πλήρη απάθεια απέναντι στα κοινωνικά φαινόμενα»7.

Μαρξισμός και η ανάγκη ανανέωσής του

Οι αλλαγές που έχουν επέλθει στις ανεπτυγμένες κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά και τεχνολογικά κοινωνίες του 20ου αιώνα, δημιούργησαν νέες ανάγκες στις δυνάμεις της Αριστεράς. Ανέτρεψαν παλιές βεβαιότητες και ιδεολογήματα του παρελθόντος, καθώς και θεωρίες που διατυπώθηκαν τον περασμένο αιώνα.

Η μαρξιστική θεωρία, από την οποία αντλούσε τη θεωρητική και ιδεολογική δύναμή της η Αριστερά, ως εργαλείο για την κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας που διαμόρφωσε ο καπιταλισμός, έδειξε την αξία της, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα και τις αντιθέσεις που αναδείκνυε ο καπιταλισμός στο βιομηχανικό του στάδιο.

«Αναγνώρισε τον ιστορικό ρόλο της ταξικής πάλης και των αντικειμενικών αιτιών της. Προσπάθησε νε εκκινήσει από πραγματικά φαινόμενα (όπως η «δύναμη του χρήματος») για να ευνοήσει τις κοινωνικές σχέσεις που εκδηλώνονται μέσα από τα φαινόμενα αυτά. Ανάλυσε με μεγάλη σοβαρότητα τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τις θεμελιακές δομές του»8.

Σήμερα η σοσιαλιστική προοπτική στην Ευρώπη είναι συνυφασμένη με την ανάγκη ανανέωσης και εμπλουτισμού της μαρξιστικής θεωρίας. Αλλά και με την προσαρμογή της στη νέα πραγματικότητα που δημιουργήθηκε από την ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος, στο πλαίσιο της μεταβιομηχανικής κοινωνίας.

Η επικαιρότητα του μαρξισμού και η επίδρασή του στην κοινωνική και πολιτική πράξη εξακολουθεί να είναι γόνιμη, χρήσιμη και αναγκαία. Παρά το γεγονός ότι αναφέρεται στην καπιταλιστική κοινωνία, στους νόμους και στις αντιθέσεις της, στις οικονομικές και κοινωνικές δομές και στον ρόλο τους, στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στην αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων, «η μαρξιστική θεωρία δεν λέει σχεδόν τίποτα ούτε για το κράτος και την πολιτική, ούτε για τις οργανώσεις της ταξικής πάλης. Πρόκειται για ένα ‘τυφλό σημείο’ που μαρτυρά, χωρίς αμφιβολία, τα θεωρητικά όρια, στα οποία προσέκρουσε ο Μαρξ, σαν να ‘χε παραλύσει από την αστική εικόνα του κράτους, της πολιτικής κ.λπ., μέχρι του σημείου να την επαναλαμβάνει με μια απλώς αρνητική μορφή. Τυφλό σημείο ή απαγορευμένη ζώνη, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο».9

Με βάση τα δεδομένα αυτά δεν νοείται να βλέπουμε τη μαρξιστική θεωρία σαν ένα ολοκληρωμένο έργο ή ως σύνολο ιερών και άβατων κειμένων, που μένουν άθιχτα από την ιστορική και κοινωνική εξέλιξη. Αντίθετα, πρέπει να την εξετάσουμε με τρόπο κριτικό, προκειμένου να συμβάλλουμε στην ανάπτυξη της επιστημονικής και κριτικής γνώσης για τις κοινωνικές αλλαγές, αλλά και στην αντιμετώπιση των προβλημάτων και των απαιτήσεων που δημιουργούν οι νέες συνθήκες.

Η μαρξιστική θεωρία οφείλει να απορρίψει τις λανθασμένες αντιλήψεις και τα ιδεολογήματα που δημιούργησαν κλίμα αποστέωσης και αδράνειας, εμποδίζοντάς τη να ερμηνεύσει και να κατανοήσει τον σύγχρονο κόσμο.

Έτσι η Αριστερά χρειάζεται να φανεί τολμηρή και:

α) Nα εγκαταλείψει τις ξεπερασμένες αντιλήψεις που αντιμετωπίζουν τη διαδικασία αλλαγής της κοινωνίας, ως αποτέλεσμα γραμμικής και εξελικτικής διαδικασίας, βάσει της οποίας η κατάρρευση του καπιταλισμού και η επικράτηση του σοσιαλισμού είναι νομοτελειακό φαινόμενο. Ένα φαινόμενο που θα προκύψει από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, οι οποίες, αποτελώντας την υλική βάση του σοσιαλισμού, οδηγούν στην αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων.

Η πραγματικότητα αποδεικνύει πως «η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων γίνεται προς όφελος των νέων αναγκών του καπιταλιστικού συστήματος. Έτσι αντί να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις αλλαγής του κοινωνικού σχηματισμού, εμποδίζεται και ακυρώνεται μια τέτοια προοπτική»10.

β) Να αποβάλει τις αντιλήψεις που ερμήνευσαν τον μετασχηματισμό της κοινωνίας ως μονοσήμαντο και στιγμιαίο γεγονός και αποτέλεσμα της πολιτικής βούλησης των ανθρώπων. Στην πραγματικότητα, η κοινωνική εξέλιξη ήταν πάντα απόρροια πολυσύνθετων και διαρκών διαδικασιών που αφορούσαν όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Η περιοριστική αντίληψη, για παράδειγμα, ότι η κοινωνία μετεξελίσσεται μόνο μέσω της οικονομικής δραστηριότητας σήμαινε αυτόματα και την αυτοακύρωση των διαδικασιών κοινωνικής εξέλιξης.

Η πρακτική αυτή γέννησε και αναπαρήγαγε τον οικονομισμό – κυρίαρχο στοιχείο της Αριστεράς. Αποτέλεσμα, η ίδια να ορίζεται επί ολόκληρες δεκαετίες ως κίνημα υπεράσπισης των οικονομικών και κλαδικών συμφερόντων των εργαζομένων.

Επίσης, η πίστη και η εμμονή στην άποψη, που θεωρούσε ότι η εξαθλίωση των λαϊκών μαζών από το καπιταλιστικό σύστημα είναι αποφασιστικός παράγοντας και προϋπόθεση για την κοινωνική μεταβολή και εξέλιξη, αποδείχθηκαν τραγικά επιζήμιες για τον χώρο της Αριστεράς, αλλά και για την προοπτική του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.

Αυτό που βαθιά πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι καμιά κοινωνική και οικονομική κρίση δεν οδηγεί από μόνη της στην κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.

γ) Να ομολογήσει πόσο απέχει από την πραγματικότητα των κοινωνιών σοβιετικού τύπου, των κοινωνιών του εφαρμοσμένου σοσιαλισμού η φράση του Μαρξ και το παλιό σύνθημα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου «Η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός προϋπόθεση για την ανάπτυξη όλων» – παρά την τελευταία αναγεννητική προσπάθεια του Γκορμπατσόφ.

Στη βάση αυτή πρέπει να απαντήσουμε, στα εξής ερωτήματα:

  • Πόσο απελευθερωτική είναι η ιδεολογία της Αριστεράς, όταν μετατρέπεται σε κρατική ιδεολογία, όπως συνέβη στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού;
  • Πώς συνδυάζονται οι υποσχέσεις περί απελευθέρωσης του ανθρώπου με τις φρικαλεότητες που παρατηρούνται στις συγκεκριμένες κοινωνίες, καθώς και με την έλλειψη της δημοκρατίας που αναπαράγει η εμμονή στη δικτατορία του προλεταριάτου.

Η κρίση της Αριστεράς και οι όροι υπέρβασής της

Η Αριστερά, αν παραμένει δέσμια των παραπάνω ανακολουθιών, δεν θα έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει νέα στρατηγική πρόταση, ένα πολιτικό και κοινωνικό σχέδιο, που θα ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες. Ούτε θα μπορέσει να ξεπεράσει τη στρατηγική, ιδεολογική και πολιτική κρίση που τη χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια.

Οι αναζητήσεις της στον ευρωπαϊκό χώρο για τη διαμόρφωση της στρατηγικής του «Τρίτου Δρόμου» δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουν ολοκληρωθεί. «Είναι φανερό πως λείπει το στρατηγικό όραμα μιας μεταβατικής διαδικασίας προς τον σοσιαλισμό. Δηλαδή μιας μακράς πορείας, κατά την οποία οι μάζες θα δρουν για να κατακτήσουν την εξουσία και για να μετασχηματίσουν τους κρατικούς μηχανισμούς»11.

Η κρίση στρατηγικής της Αριστεράς δεν εκφράζεται μόνο με την αδυναμία να κατακτήσει την εκλογική και πολιτική πλειοψηφία. Εκδηλώνεται και με τη δυστοκία της να μετατρέψει την πλειοψηφία των δυνάμεων της αλλαγής σε κοινωνική πλειοψηφία με σαφείς ταξικούς προσανατολισμούς.

Έτσι εξακολουθεί να είναι εγκλωβισμένη στην αντίφαση ανάμεσα σε ένα ολοκληρωμένο αίτημα κοινωνικού μετασχηματισμού και στην ικανοποίηση των κλαδικών συμφερόντων και προτάσεων διαχείρισης. Η απουσία δε επεξεργασμένης πρότασης για τη μεταρρύθμιση του κράτους και των μηχανισμών του έχει οδηγήσει στην επικράτηση ανελεύθερων μέσων και πραξικοπηματικών πρακτικών που αναγάγουν την κατάκτηση της εξουσίας στην περικύκλωση του κράτους-φρουρίου και στην εξ εφόδου κατάληψής του.

Όμως, «το Κράτος δεν είναι ούτε πράγμα-εργαλείο που μπορεί κανείς να βάλει χέρι πάνω του, ούτε φρούριο όπου εισδύει με δούρειους ίππους, ούτε χρηματοκιβώτιο που το ανοίγει με διάρρηξη: Είναι το κέντρο άσκησης της πολιτικής εξουσίας»12.

Η ιδεολογική κρίση εκφράζεται με την αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής της, με την αναντιστοιχία κοινωνικού και πολιτικού. Πράγμα που σημαίνει πως ό,τι είναι πολιτικά προοδευτικό δεν είναι κατ’ ανάγκην και κοινωνικά προοδευτικό. Έτσι βλέπουμε τον πολιτικά προοδευτικό να είναι κοινωνικά συντηρητικός. Σήμερα ο αριστερός λόγος χαρακτηρίζεται από τον δογματισμό και την αποστέωση. Δεν είναι τόσο απελευθερωτικός όσο διακηρύσσει.

Η πολιτική κρίση της συναρτάται με τα πολιτικά υποκείμενα. Με τα έντονα φαινόμενα «αποστράτευσης» και ιδιώτευσης παλιών αγωνιστών. Με τα φαινόμενα πολιτικής και κοινωνικής αδράνειας που οδηγούν στην αφυδάτωση της ακτινοβολίας και της ελκτικής δύναμης του οράματος της κοινωνικής αλλαγής. Στον χώρο της Αριστεράς η έννοια της πολιτικής αφορούσε την κομματική ένταξη και λειτουργία. Το τι σημαίνει σήμερα «ασκώ πολιτική», πρέπει να προσδιοριστεί εκ νέου.

Η κρίση, λοιπόν, της Αριστεράς δεν αποτελεί συγκυριακό φαινόμενο ή στιγμιαίο γεγονός. Ούτε είναι αποδεσμευμένη από τις κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες που αναπτύσσονται σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτικής και κοινωνικής ζωής.

«Αφορά την πολιτική, τη φυσιογνωμία και τη λειτουργία των κομμάτων, τον χαρακτήρα και τον προσανατολισμό των συνδικάτων, καθώς και τις μορφές των πολιτικών και κοινωνικών αγώνων»13.

Συνεπώς, «… δεν είναι περίεργο που ο βάρβαρος νεοσυντηρητισμός τύπου Θάτσερ και Ρέιγκαν παρουσιάζεται σαν το μόνο σοβαρό κίνημα στο χώρο της ριζοσπαστικής κοινωνικής ανανέωσης»14.

Στον ευρωπαϊκό χώρο, καθήκον της Αριστεράς είναι να ξαναδιαβάσει τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα με όρους κατ’ αρχήν κοινωνικούς. Αυτό θα της επιτρέψει να ερμηνεύσει σωστά τα νέα δεδομένα, διαμορφώνοντας μια νέα στρατηγική πρόταση.

Άλλωστε, «οι προτάσεις και η στρατηγική της, δεν μπορεί να εκπορεύονται από θεωρητικές συλλήψεις του παρελθόντος που διαιωνίζουν διαφορές σε προβλήματα του χθες. Η Αριστερά ή τμήμα της Αριστεράς έχει πλέον κυβερνητική εμπειρία σε αρκετές χώρες της Ευρώπης και η στρατηγική της θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα συμπεράσματα από την άσκηση αυτής της εξουσίας»15.

Σε διαφορετική περίπτωση οι προτάσεις της θα παραμείνουν αποσπασματικές, κατακερματισμένες, αδυνατώντας να προτείνουν ένα σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού. Όσο δεν θα ορίζεται «θετικά» τόσο θα αδυνατεί να διαμορφώσει φερέγγυα κοινωνική πρόταση και αυτό επειδή οι δυνάμεις της κοινωνικής συντήρησης διαρκώς μεταβάλλονται.

«Η Αριστερά στο σύνολό της έχει χάσει την πρωτοβουλία, την επιθετικότητα και την αξιοπιστία της. Ασφυκτιά στο πλήθος των κοινωνικών αιτημάτων που την πιέζουν. Διστάζει ανάμεσα σε γραμμές και στρατηγικές. Αμύνεται ενάντια σε οποιαδήποτε απειλή θέλει να την εκβιάσει, να αποκρυσταλλώσει τις θέσεις της σε σχέση με μια πραγματικότητα που την ξεπερνάει. Η αύξουσα αδεξιότητά της οφείλεται -και μάλιστα κατά κύριο λόγο- στις ίδιες τις εσωτερικές της αντιφάσεις, στη συνακόλουθη αδράνειά της και στο ασήκωτο βάρος της συμβολικής και πολιτικής κληρονομιάς της. Απορρέει, όμως, και από μια σειρά μεταβολές που συντελέστηκαν στην καθημερινή κοινωνική πραγματικότητα, στην οποία κινείται. Εκφράζεται δε και δρα με τρόπους που εμφανίζονται τουλάχιστον αναντίστοιχοι με τις παραδοσιακές και αποδεκτές μορφές της αριστερής σκέψης και συνείδησης»16.

Έτσι σήμερα «Δεν είναι πια βέβαιο τι σημαίνει αριστερός. Ή, ακριβέστερα, από το γεγονός ότι είμαι αριστερός δεν προκύπτουν πλέον δεσμευτικές επιλογές στην οικονομική και κοινωνική πολιτική ή σε εκείνη των πολιτικών δικαιωμάτων και της ελευθερίας»17.

Η Νέα Αριστερά στην Ευρώπη και τα κοινωνικά κινήματα

Οι ιδεολογικές και θεωρητικές αναζητήσεις της Αριστεράς στην Ευρώπη, έχουν οδηγήσει στη διαμόρφωση της στρατηγικής του «Τρίτου Δρόμου» για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό των ανεπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών. Η συγκεκριμένη στρατηγική προβάλλει επιτακτικά ως απάντηση στη διπλή κρίση: στην κρίση της Αριστεράς και στην αποτυχία των εφαρμοσμένων μοντέλων σοσιαλιστικής μετάβασης.

«Ο ‘Τρίτος Δρόμος’ διαμορφώνεται με την ενεργητική παρέμβαση του μαζικού κινήματος και την ιδεολογική παρέμβαση πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που αγωνίζονται για τον σοσιαλισμό. Η σοσιαλιστική κοινωνία οικοδομείται με δομικές αλλαγές που είναι εντεταγμένες σε ένα σχέδιο σοσιαλιστικής μετάβασης. Οι αλλαγές αυτές πραγματοποιούνται με επιμέρους ρήξεις με το σύστημα και είναι ώριμες απαιτήσεις στην κοινωνική συνείδηση και στο λαϊκό κίνημα»18.

Έτσι, ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός των κοινωνιών του «ώριμου καπιταλισμού» έρχεται ως απόρροια βαθιών διαρθρωτικών και δομικών μεταβολών σε όλα τα επίπεδα της «πολιτικής κοινωνίας» (κράτος, θεσμοί κ.ά.), αλλά και της «ιδιωτικής κοινωνίας» (εργασία, παραγωγή, κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις κ.λπ.).

Στο πλαίσιο της στρατηγικής του «Τρίτου Δρόμου», η Ευρωπαϊκή Αριστερά δίνει ιδιαίτερη σημασία στην εμφάνιση των κοινωνικών κινημάτων ή κινημάτων κοινωνικής κριτικής, όπως είναι το οικολογικό κίνημα με τους πράσινους το εναλλακτικό κίνημα της νεολαίας, το κίνημα των γυναικών, το κίνημα της ειρήνης.

Σήμερα στη Δύση, τα νέα κοινωνικά κινήματα συνιστούν μεγάλη πολιτική δύναμη. «Εκφράζουν έντονες κοινωνικές διαμαρτυρίες και αρθρώνουν τις αξιώσεις για προστασία κάθε είδους ψυχικού, κοινωνικού πολιτιστικού και πολιτικού περιβάλλοντος. Επιδιώκουν να γεφυρώσουν το χάσμα πολίτου και ανθρώπου. Εμφανίζονται σαν αντικόμματα, χωρίς όμως κομματική οργάνωση, ως μορφές άμεσης δημοκρατίας, ενώ είναι μόνον φορείς δημοκρατίας βάσεων»19.

Τα νέα κοινωνικά κινήματα ή κινήματα κοινωνικής κριτικής αναδείχθηκαν μετά την επαναστατική έκρηξη του Γαλλικού Μάη, το 1962, και αναπτύχθηκαν στο γόνιμο έδαφος που δημιούργησαν οι ιδέες του στον ευρωπαϊκό χώρο. Χαρακτηριστικό τους είναι ο έντονος ριζοσπαστισμός, η αμφισβήτηση. Η μετεξέλιξη του αριστερού λόγου σε ριζοσπαστικό κοινωνικό. Η προσπάθεια αναίρεσης στις αναντιστοιχίες πολιτικού και κοινωνικού. Η βαθιά απελευθερωτική τους πράξη και ο ανατρεπτικός τους λόγος.

Δεν έχουν σημείο αναφοράς τη διεκδίκηση καλύτερης αμοιβής. Παλεύουν για τη βελτίωση και τον εξανθρωπισμό της εργασίας. Διεκδικούν καλύτερη υλικοτεχνική υποδομή στην παιδεία, αλλά αμφισβητούν και απορρίπτουν την προσφερόμενη γνώση και μόρφωση. Δεν αρκούνται στη ποσοτική βελτίωση και μεγέθυνση των δεικτών της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά επιδιώκουν την ποιοτική αναβάθμιση των αναπτυξιακών διαδικασιών. Δεν εξαντλούνται στις διάφορες μορφές εκπροσώπησης, αλλά παλεύουν για την καθιέρωση μορφών άμεσης δημοκρατίας. Αναιρούν τους όρους με τους οποίους ασκείται η πολιτική, πιστεύοντας στον επαναπροσδιορισμό της.

Η πολλαπλότητα και η πολυμορφία των κοινωνικών κινημάτων εμπεριέχει τεράστια κοινωνική δυναμική, την οποία η Αριστερά δεν μπορεί και δεν πρέπει να αγνοήσει. Αυτό, όμως, προϋποθέτει την «αναγνώριση της δύναμης και των διαφορών με τους ριζοσπαστικούς ορίζοντες ορισμένων φορέων και ρευμάτων, την ανάπλαση και την ανασύνθεση των σχέσεων με τους πράσινους και τα ριζοσπαστικά κινήματα κοινωνικής κριτικής»20.

Δεν μπορεί η Αριστερά να εθελοτυφλεί μπροστά στις πρωτοπόρες και καινοτόμες αντιλήψεις που προωθεί το οικολογικό κίνημα ή εκείνο των πράσινων στην Ευρώπη. Έχοντας διπλό χαρακτήρα, συνιστά κίνημα διαμαρτυρίας κατά της καταστροφής του περιβάλλοντος και ταυτόχρονα διεκδίκησης μιας άλλης ποιότητας ζωής.

Η οικολογία επανατοποθετεί το ζήτημα των σχέσεων φύσης και ανθρώπου σε διαφορετική από τη σημερινή βάση. Το συγκεκριμένο θέμα πολύ λίγο έχει απασχολήσει την Αριστερά και την προβληματική της. Και τούτο τη στιγμή που στη «Διαλεκτική της φύσης» ο Ένγκελς έγραφε: «Ας μην αυτοκολακευόμαστε υπερβολικά με τη νίκη του ανθρώπου πάνω στη φύση, γιατί κάποτε μια τέτοια νίκη θα μας εκδικηθεί».

Αντίθετα, η «αναπτυξιακή» ιδεολογία της Αριστεράς, αυτή που στηριζόταν στην αύξηση των ποσοτικών στοιχείων και στη μεγέθυνση των οικονομικών δεικτών, οδήγησε στην επικράτηση της θεωρίας «περί προτεραιότητας στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων», η οποία θα δημιουργήσει την υλική βάση του «σοσιαλισμού».

Έτσι «η αντίθεση μεταξύ του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού κατέληξε να είναι διαφορά για τους ρυθμούς ανάπτυξης και συναγωνισμός για τις στατιστικές. Η ιδεολογία της ανάπτυξης βρήκε πρόσφορο έδαφος μεταπολεμικά και στη Δύση. Στη δεκαετία δε του ’50 έφτασε σε παροξυσμό, καθόσον όχι μόνο ερχόταν σε συμφωνία με το σοβιετικό, το απολυτοποιημένο μοντέλο της βαριάς βιομηχανίας, αλλά και μέσα στην κατεστραμμένη από τον πόλεμο Ευρώπη, έδινε απάντηση στα προβλήματα διατροφής, ένδυσης, εκπαίδευσης, κατοικίας, υγείας των μεγάλων λαϊκών μαζών»21.

Σήμερα, όμως, το ζήτημα της ανάπτυξης και των σχέσεων και αλληλεπιδράσεών της με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, αποκτάει άλλη διάσταση, η οποία οδηγεί στην ανάγκη επαναπροσδιορισμού του. Η οικολογική συνείδηση το θέτει με άλλους όρους. Τοποθετεί στο κέντρο τον ίδιο τον άνθρωπο, ως υποκείμενο της ιστορίας, αποκρούοντας τις κοινωνικές παρενέργειες που επιφέρει η αλόγιστη οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη. Δεν την αρνείται, ούτε κάνει λόγο για μηδενική ανάπτυξη.

«Η διαδικασία κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης που οδηγεί στην έντονη εκβιομηχάνιση, η άμετρη εξάπλωση των μεγαλουπόλεων, συνοδευμένη από την απρογραμμάτιστη διαδικασία αποδυνάμωσης των αγροτικών περιοχών, συνθέτουν το πλαίσιο της ανορθολογικής και βασικά αντι-οικολογικής αναπτυξιακής πορείας.

Οι κοινωνικές αναταραχές, που συνόδευαν τις απρόβλεπτες και σχεδόν πάντα ανεξέλεγκτες κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις, δημιούργησαν τις συνθήκες για την παρέμβαση της οικολογίας στον κοινωνικό χώρο. Από τη στιγμή εκείνη, το περιβαλλοντολογικό πρόβλημα έρχεται να διαδραματίσει τον ρόλο του «μεσολαβητή», αναδεικνύοντας στον χώρο των κοινωνικών διεργασιών νέες, με σύνθετο και ασταθή χαρακτήρα, κοινωνικές δυνάμεις.

Το περιβάλλον μετεξελίσσεται σε συμβολικό χώρο συνάντησης νέων κινημάτων κοινωνικής αμφισβήτησης. Τείνει μάλιστα να αναδειχθεί σε πεδίο όπου συγκλίνουν παραδοσιακές, αλλά αρκετά επίκαιρες, μορφές έκφρασης με ένα αμάλγαμα –ακόμα αρκετά αδιαμόρφωτο- μηνυμάτων του μέλλοντος.

Η οικολογική προβληματική, δηλαδή, ξεπερνά την απλή επιλογή ανάμεσα στη σταθερά οικονομική ανάλυση και στον παραδοσιακό πολιτικό λόγο. Ανάγεται σε προνομιούχο σταυροδρόμι, όπου ξαναβρίσκουν τη δυναμική έκφρασή τους ιδέες και κοινές επιδιώξεις, διατυπωμένες από τα πολύμορφα κινήματα κοινωνικής αμφισβήτησης. Στο κοινωνικό πεδίο κατορθώνει τελικά να μετουσιωθεί, θα λέγαμε, σε χώρο υπερτοποθέτησης νέων μορφών κοινωνικής πάλης.

Η ιδιαιτερότητα του οικολογικού κινήματος έγκειται στο γεγονός ότι ενσωματώνει στην περιοχή των ιδεολογικών του προσανατολισμών και στο πεδίο της πολιτικής πρακτικής πολλαπλά κοινωνικά ρεύματα και κινήματα μεταξύ τους διαφοροποιημένα και διακρινόμενα»22.

Ενώ το οικολογικό κίνημα αναζητά μια διαλεκτική σχέση ανθρώπου και φύσης και ένα άλλο ισόρροπο τύπο αλληλεξαρτήσεων ανάμεσα στις δύο αυτές συνιστώσες, το γυναικείο κίνημα μετατοπίζει το κέντρο της προβληματικής του, στις σχέσεις ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα.

Το σύγχρονο φεμινιστικό κίνημα, απορρίπτει την παλιά άποψη που μετέθετε το ζήτημα της χειραφέτησης της γυναίκας στη συνολική χειραφέτηση της κοινωνίας. Πιστεύει ότι η χειραφέτηση και η εξίσωσή της με τον άντρα είναι καθημερινή υπόθεση των ίδιων των γυναικών. Το γυναικείο κίνημα γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη τη δεκαετία του ’70 και προσέφερε καινούργια στοιχεία στην προβληματική της Αριστεράς για την κοινωνική αλλαγή.

Το νεολαιίστικο κίνημα, που έχει τις ρίζες του στον ριζοσπαστισμό και την αμφισβήτηση του Γαλλικού Μάη του ’68, καθώς και του ιταλικού «παρατεταμένου» φθινόπωρου του ’68, αμφισβητεί έμπρακτα τον παλιό κόσμο και τα προβλήματά του. Επιζητά απάντηση σε σημερινά, πολύ σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι, όπως η ανεργία, η αποξένωση και αλλοτρίωση των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, η κρίση στις διαπροσωπικές σχέσεις κ.ά.

Είναι εναλλακτικό με την έννοια ότι «προτείνει, τόσο για τον τομέα της εργασίας όσο και για εκείνον του ελεύθερου χρόνου, νέους τρόπους, που βρίσκονται εκτός καθιερωμένων και θεσμοθετημένων συστημάτων. Επιπλέον, απορρίπτει βασικές θέσεις, απόψεις και αξίες, πάνω στις οποίες στηρίχτηκε η Αριστερά.

Συνεπώς, η ευρωπαϊκή Αριστερά, αν θέλει να κρατήσει ζωντανή την προοπτική αλλαγής της σημερινής κοινωνίας οφείλει να υιοθετήσει τον κοινωνικό και ριζοσπαστικό λόγο των κοινωνικών κινημάτων, να στηρίξει την ανάπτυξή τους, και να διαμορφώσει μαζί τους οργανικές σχέσεις. Με άλλα λόγια είναι υποχρεωμένη να γίνει «κινηματική» με την έννοια ότι θα στηρίζεται και θα προωθεί κοινωνικά κινήματα. Τέλος επιβάλλεται να καταστεί και «κοινωνική», με την έννοια ότι θα αντλεί την παρουσία της και τις απόψεις της, από ένα σύγχρονο, ανατρεπτικό και απελευθερωτικό κοινωνικό λόγο.

__________________________________

1. Α. Παπανδρέου: Από την ομιλία του στην 22η Σύνοδο της Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ
2. Ν. Μουζέλης: “Πού βαδίζει η Αριστερά”, εφημερίδα Το Βήμα, 21/11/86
3. Κ. Πλουμπής: “Ο νεοσυντηρητισμός στην Ευρώπη”, Εφημερίδα Εξόρμηση
4. Α. Παπανδρέου: Από την ομιλία του στην 22η Σύνοδο της Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ
5. Π. Γκλοτς: “Μανιφέστο για μια Νέα Ευρωπαϊκή Αριστερά”
6. Λ. Αλτουσέρ: “Τι πρέπει ν’ αλλάξει στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας”, Εκδόσεις Αγώνα.
7. Κ. Καστοριάδης: Περιοδικό Νέα Οικολογία, τεύχος 13-1986
8. Σ. Μπετελέμ: “Ο μαρξισμός δεν υπάρχει”, Περιοδικό Αντιθέσεις, τεύχος 1 Ιούλη ‘80
9. Λ. Αλτουσέρ: “Συζήτηση για το κράτος”, Εκδόσεις Αγώνα.
10. Α. Γκορτζ: “Αντίο προλεταριάτο”, Εκδόσεις Νέα Σκέψη
11. Ν. Πουλαντζάς: “Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός”, Εκδόσεις Θεμέλιο
12. Ν. Πουλαντζάς: “Το κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός”, Εκδόσεις Θεμέλιο
13. Α. Παπανδρέου: Εισήγηση στην 22η Σύνοδο της Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ
14. Ν. Μουζέλης: «Πού βαδίζει η Αριστερά», Εφημερίδα Το Βήμα, 21/11/86
15. Γ. Παπαδάτος: “Για μια Νέα Αριστερά στην Ευρώπη”, «ΣΟΘΕΠ», τεύχος 1/87
16. Κ. Τσουκαλάς: “Κρίση και αιτήματα”, Εφημερίδα Η Αυγή, 10 Φεβρουαρίου 1987
17. Φ. Στάμε: “Η έννοια της Αριστεράς”, Εκδόσεις Οδυσσέας
18. Γ. Παπαδάτος: “Στρατηγική του Τρίτου Δρόμου”, Εφημερίδα Εξόρμηση, 12 Ιουλίου 1987
19. Γ. Δ. Δασκαλάκης: “Νέα κοινωνικά κινήματα”, Εφημερίδα Το Βήμα, 19 Απριλίου 1987
20. Α. Παπανδρέου: Εισήγηση στην 22η Σύνοδο της Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ
21. Α. Ελεφάντης: “Οικολογία και Αριστερά”, Περιοδικό Πολίτης.
22. Ν. Γ. Γεωργαράκης: “Οικολογία και οικολογισμός στη Γαλλία. Πολιτισμική έκφραση μιας ιδεολογίας”, Επιθεώρηση κοινωνικών ερευνών, τεύχος 61.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *