Πώς φτάσαμε στον «τσέο»

Μαρία Κατσουνάκη
Η Καθημερινή, 29/09/2019

Είπε ότι έχει γελάσει πολύ με τα σχόλια στα social media, ονόμασε «σαρδάμ/λάθος» το γεγονός ότι πρόφερε τον CEO της Thomas Cook «Τσέο» και ξετύλιξε στον προσωπικό της λογαριασμό την «εταιρική ορολογία α λα ΣΥΡΙΖΑ». Παραδείγματα: Τσιφος ο CFO, Τζιμις ο GM (General Manager), κ.ο.κ. Προσπάθησε, δηλαδή, να κάνει χιούμορ με την γκάφα, δημιουργώντας ένα ΣΥΡΙΖΑ στυλ. Δεν θα είχε νόημα να σχολιάσουμε περαιτέρω το θέμα αν η 31χρονη κυρία Κατερίνα Νοτοπούλου δεν ήταν μέλος του ελληνικού Κοινοβουλίου και στέλεχος της προηγούμενης κυβέρνησης. Είναι ένας νέος άνθρωπος που σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, σύμφωνα με το βιογραφικό της, και μπήκε από νωρίς στα βάσανα της πολιτικής. Στρατεύθηκε στο κόμμα όχι στη γνώση, θα μπορούσαμε να πούμε λακωνικά. Δεν είναι η πρώτη φορά που νεοφερμένοι στον πολιτικό στίβο πιάνονται «αδιάβαστοι», την τελευταία πενταετία, μάλιστα, έχουν πυκνώσει τα περιστατικά με τον ίδιο τον τέως πρωθυπουργό να ηγείται μιας άτυπης κούρσας απενοχοποίησης των λαθών τόσο στην ελληνική όσο και στην αγγλική γλώσσα.

Εάν θελήσουμε να ανοίξουμε όμως λίγο το κάδρο, στην κοινωνία, φεύγοντας από τα πρόσωπα που συνδιαμορφώνουν την εικόνα της χώρας (εντός και εκτός Ελλάδος), τα πράγματα είναι εξίσου σοβαρά. Στην προχθεσινή «Κ» διαβάζουμε για την έκθεση της Κομισιόν «η οποία διαπιστώνει ότι σε ποσοστό μεγαλύτερο του 30% οι Έλληνες μαθητές έχουν χαμηλές επιδόσεις στα μαθηματικά, την έκθεση και στις φυσικές επιστήμες, ενώ το 27,3% υστερεί στην ανάγνωση». Οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών είναι χειρότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στην ίδια έκθεση αποτυπώνεται ιδιαίτερα χαμηλή συμμετοχή, μόλις 4,5% σε προγράμματα διά βίου μάθησης και κατάρτισης (σελ. 7, του Απόστολου Λακασά).

Όλο και πιο συχνά, εδώ και καιρό είναι η αλήθεια, εκθέσεις από αρμόδιους φορείς επισημαίνουν την «εκπαιδευτική φτώχεια» μας. Οι εγκύκλιες σπουδές, που εξοπλίζουν με βασικές γνώσεις, πάσχουν. Οι μαθητές στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση εμφανίζουν ελλείμματα δεξιοτήτων. Οι γενιές αποφοίτων του 21ου αιώνα, από τους οποίους αρκετοί βρίσκονται και στα έδρανα του Κοινοβουλίου, μπορούν να θεωρούν τους δεσμούς μας με την Ευρώπη «ακατάληπτους», να μπερδεύουν το «διάτρητος» με το «διαφανής», να μιλούν για «τυμβωθηρία» αντί για «τυμβωρυχία», να προφέρουν τον CEO Τσέο.

Πρόσωπα εκτεθειμένα στη δημόσια σφαίρα οφείλουν, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, να βρίσκονται σε διαδικασία «διά βίου μάθησης και κατάρτισης». Δεν είναι μόνο τα γλωσσικά λάθη που τροφοδοτούν τον κανιβαλισμό στα social media. Είναι και η περίσσεια κυνισμού και αυτάρκειας. Το λάθος αναβαθμίζεται σε «στυλ» ομιλίας, η ανεπάρκεια προβάλλεται ως ελευθερία έκφρασης, ιδεολογικοποιείται ως η «ελίτ των Χάρβαρντ» από τη μια και οι «μη προνομιούχοι» από την άλλη, ο διχασμός αποκτά (για άλλη μια φορά) και γλωσσικά χαρακτηριστικά. Το λάθος δεν αναγνωρίζεται, έστω διά της σιωπής και προσωρινής απόσυρσης. Οχι. Στον κόσμο του Διαδικτύου κάθε φορά που εκστομίζεται ένα «τσέο» θα πρέπει να «δικαιολογηθεί», να υπάρξει απάντηση, έστω κι αν κάνει τα πράγματα χειρότερα. Ο δημόσιος ρόλος στην εποχή μας συγγενεύει με το θράσος, αποστρέφεται τη σύνεση ή τη μετριοπάθεια. Όσο μεγαλύτερα τα κενά και τα ελλείμματα τόσο πιο σκληρή και επιθετική η παρουσία. Ο αμόρφωτος άνθρωπος δεν κρίνεται ακατάλληλος για την πολιτική. Τουναντίον. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς «άριστος» για να εκλεγεί, προφανώς. Όποιος το υποστηρίζει είναι τουλάχιστον αφελής, θυσιάζοντας την πραγματικότητα στο ανέφικτο.

Όμως οι απανωτές εκθέσεις και διαπιστώσεις για τα προβλήματα εκπαίδευσης στη χώρα μας δεν είναι απλώς για να προκαλούν εθνική θλίψη ή να οδηγούν στον εύκολο και ανέξοδο σχολιασμό. Έχουν και συνέπειες. Τις βλέπουμε, τις ακούμε, είναι ορατές, και θα πολλαπλασιάζονται καθώς περνούν τα χρόνια. Μία από τις συνέπειες είναι η συνεχής και αποδεκτή έκπτωση. Ψαλιδίζεται η σημασία των λέξεων. Έτσι ως άριστος μπορεί να θεωρείται πλέον ο, απλώς, επαρκής. Εκείνος, που πριν εμφανιστεί σε μια τηλεοπτική εκπομπή έχει φροντίσει να καλύψει βασικά κενά, προετοιμάζοντας τα επιχειρήματά του. Που δεν μετατρέπει τις ελλείψεις του σε επιθετική άγνοια, θεωρώντας την αναγνώριση του λάθους αδυναμία και την ντροπή ντεμοντέ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *