Προγραμματική συμφωνία και πολιτική ασυμφωνία

Εφημερίδα Η Αξία
7 Ιουλίου 2012

Η αποκαλούμενη προγραμματική συμφωνία των τριών κυβερνητικών εταίρων (Νέας Δημοκρατίας, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ) δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα πολιτικό προπέτασμα, ένα προκάλυμμα, προκειμένου να λειάνουν τις μεγάλες μεταξύ τους διαφορές. Καταφεύγοντας, λοιπόν, σε γενικές διακηρύξεις διαμορφώνουν ένα υποτιθέμενο κοινό πολιτικό πλαίσιο, το οποίο όμως στερείται ουσιαστικού περιεχομένου. Αρνούμενα να πάρουν συγκεκριμένη θέση, τα τρία κόμματα εσκεμμένα περιορίζονται στη διατύπωση γενικών και κοινά αποδεκτών στόχων και επιδιώξεων.

Ποιος αλήθεια δεν είναι υπέρ της ανάπτυξης και κατά της ύφεσης; Ποιος δεν επιθυμεί να προστατευθεί το εισόδημα των εργαζομένων και των συνταξιούχων; Ποιος δεν θέλει να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις ή να μειωθεί ο δημόσιος τομέας χωρίς όμως απολύσεις;

Συνεπώς, το καίριο ερώτημα είναι άλλο: με ποιες πολιτικές και με ποια προγραμματική συμφωνία θα μπορέσει η χώρα να βγει από τη μεγάλη και πολυεπίπεδη κρίση που αντιμετωπίζει; Δυστυχώς, στο ερώτημα αυτό δεν απαντάει η προγραμματική συμφωνία των τριών κομμάτων. Δεν απαντάει στο πώς θα ανασυγκροτήσουμε το διαλυμένο κράτος, πώς θα εξυγιάνουμε τα οικονομικά της χώρας, πώς θα εκσυγχρονίσουμε τις υπάρχουσες δομές, και το κυριότερο, πώς θα αναζωογονήσουμε τη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία.

Είναι προφανές πως οι ηγεσίες των τριών κομμάτων δεν θέλουν να ανοίξουν τέτοια ζητήματα, είτε γιατί φοβούνται την πολιτική τους πελατεία είτε γιατί υπάρχει μεταξύ τους τεράστια ασυμφωνία. Γι’ αυτό και το κείμενο της συμφωνίας είναι διακηρυκτικό και γενικόλογο, χωρίς σαφές πολιτικό πλαίσιο και συγκεκριμένες δεσμεύσεις.

Ωστόσο, τώρα που πέρασε η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος, οφείλουμε όλοι μας, και πρωτίστως οι πολιτικές ηγεσίες που στηρίζουν τη νέα κυβέρνηση, να καταλάβουμε ότι οι γενικολογίες δεν χρησιμεύουν πλέον σε τίποτα, ούτε ωφελεί η πλειοδοσία σε διάφορα αιτήματα και μέτρα που αντικειμενικά δεν μπορούν να εφαρμοστούν. Μόνο με την υλοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών, που θα είναι συμβατές με τη δημοσιονομική εξυγίανση, μπορούμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για σταδιακή ανάκαμψη.

Ο κίνδυνος εξοβελισμού της χώρας από την Ευρωζώνη είναι ακόμη υπαρκτός, δεν έχει εκλείψει. Γι’ αυτό οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος των προβλημάτων και να αντιληφθούμε ότι στο σημείο που έχουμε φτάσει χρειάζονται τολμηρές και γενναίες αποφάσεις. Και το κυριότερο από όλα, οφείλουμε να είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας.

Τα προβλήματα που έχουν προκληθεί από τα ετεροβαρή μνημόνια καθιστούν αναγκαία τη συζήτηση με τους Ευρωπαίους εταίρους και τους δανειστές μας. Όμως, για να είναι παραγωγική μια τέτοια συζήτηση δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από συγκεκριμένες και δημιουργικές προτάσεις, αλλά και από την υλοποίηση όλων εκείνων των πολιτικών που επί δύο χρόνια αρνηθήκαμε να κάνουμε πράξη.

Είναι πολιτικά ανάρμοστο να θέλουμε να αλλάξουμε βασικούς όρους των μνημονίων, όταν δεν έχουμε κάνει την παραμικρή πρόοδο στην υλοποίηση των πολιτικών για τις οποίες δεσμευτήκαμε, όταν είμαστε απόντες από τις ευρωπαϊκές διεργασίες και πρωτοβουλίες, όταν αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως ειδική περίπτωση, ζητώντας από τους Ευρωπαίους να μας αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο.

Τα προβλήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε δεν τα προκάλεσαν τα μνημόνια, τα δημιουργήσαμε εμείς οι ίδιοι. Ζώντας επί πολλά χρόνια σε μια επίπλαστη ευημερία, αρνιόμασταν να κάνουμε τις αναγκαίες αλλαγές στην οικονομία, στο κράτος, στους θεσμούς. Ακολουθήσαμε ένα στρεβλό και αντιπαραγωγικό μοντέλο, το οποίο απομείωνε τις αναπτυξιακές μας δυνατότητες. Εγκλωβίσαμε τη χώρα σε μια πρωτοφανή αντιμεταρρυθμιστική άπνοια.

Οι εκκρεμότητες που αφήσαμε πίσω μας είναι πολλές και μεγάλες, είναι διαχρονικές και διακομματικές. Αφορούν στο σύνολο της παραγωγικής και οικονομικής δραστηριότητας, στις σχέσεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, καθώς και στη λειτουργία τόσο της δημόσιας διοίκησης όσο και του ίδιου του πολιτικού συστήματος.

Αν εγκαταλείψουμε τους πολιτικούς φορμαλισμούς του παρελθόντος, θα πρέπει να παραδεχτούμε πως ακόμη κι αν δεν υπήρχαν τα μνημόνια θα έπρεπε να τα εφεύρουμε εμείς οι ίδιοι. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι πολιτικές τους έχουν τη σωστή δοσολογία. Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι δεν προηγήθηκε η παραμικρή διαπραγμάτευση, αλλά και από την άλλη, οι πολιτικές που υλοποιήθηκαν, με πρώτη και βασική αυτή των οριζόντιων περικοπών, δεν τις επέβαλαν τα μνημόνια, αλλά η ανεπαρκής, ανήμπορη και ανερμάτιστη ελληνική πολιτική ηγεσία.

Αν η χώρα μετά το 2004 είχε τη δική της αναπτυξιακή στρατηγική, οι αποκρατικοποιήσεις, οι διαρθρωτικές αλλαγές, η επαναχάραξη των ορίων του δημόσιου τομέα, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων και πολλά άλλα, θα ήταν ζητήματα πρώτης προτεραιότητας και θα είχαν υλοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό.

Δυστυχώς, τέτοιες πολιτικές αποτελούσαν και αποτελούν ταμπού για την πλειονότητα του πολιτικού και κομματικού συστήματος, το οποίο φοβούμενο το αποκαλούμενο πολιτικό κόστος, συνεχίζει ακόμη και τώρα να υιοθετεί ακραίες συντεχνιακές λογικές και να ρέπει στον κρατισμό και τον λαϊκισμό.

Αποκαλυπτική είναι η προγραμματική συμφωνία των τριών κυβερνητικών εταίρων στο ζήτημα των αποκρατικοποιήσεων, η οποία τις περιορίζει σε πολύ μικρό αριθμό επιχειρήσεων. Η μόνη αποκρατικοποίηση που δέχονται οι δυνάμεις της αποκαλούμενης Ανανεωτικής Αριστεράς είναι αυτή του τζόγου, ενώ τα άλλα δύο κόμματα επιδίδονται στις γνωστές γενικολογίες. Φαίνεται να παραβλέπουν ότι το ζήτημα αυτό δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας, πως οι επενδύσεις είναι ζωτική ανάγκη για την ενίσχυση της απασχόλησης, για την ανάταξη της οικονομίας και της χώρας.

Στην πραγματικότητα, η πρακτική που ακολουθούν οι σημερινοί κυβερνητικοί εταίροι παραπέμπει στην γνωστή μέθοδο της παπανδρεϊκής διακυβέρνησης: αποδεχόμαστε θεωρητικά τις αποκρατικοποιήσεις, τις διαρθρωτικές αλλαγές, τις μεταρρυθμίσεις, δεσμευόμαστε έναντι των δανειστών μας, στην πράξη όμως κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τις μεταθέσουμε σε βάθος χρόνου ή να τις ακυρώσουμε.
Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι η προγραμματική συμφωνία των κυβερνητικών εταίρων δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των αλληλοσυγκρουόμενων, αντιφατικών και γενικόλογων προεκλογικών εξαγγελιών των τριών κυβερνητικών εταίρων ή της πολιτικής ασυμφωνίας τους σε καίρια ζητήματα. Ταυτόχρονα -και κυρίως- είναι έρμαιο των αντιδράσεων που εκδηλώνονται στους κόλπους των ίδιων των κομμάτων (ιδίως της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ), τα οποία μολυσμένα επί πολλά χρόνια από τον ιό του κρατισμού και του λαϊκισμού αρνούνται και εμποδίζουν την οποιαδήποτε αλλαγή.

Ωστόσο, η κυβέρνηση έχει ανάγκη από ένα σαφές και καθαρό πολιτικό πλαίσιο με συγκεκριμένες δεσμεύσεις. Η απουσία καθαρής και διακριτής προγραμματικής και πολιτικής πυξίδας καθιστά το νέο κυβερνητικό σχήμα ευάλωτο. Αν δεν αντιμετωπιστεί η ασάφεια και η ασυμφωνία που χαρακτηρίζει τη συνύπαρξη των κυβερνητικών εταίρων, οι δυστοκίες θα είναι άμεσες και συνεχείς.

Ως εκ τούτου, είναι μείζον πολιτικό ζήτημα η διαμόρφωση μιας κοινής προγραμματικής πρότασης, η οποία θα διασφαλίζει την κυβερνητική συνοχή, θα ανταποκρίνεται στη σημερινή συγκυρία και στις επείγουσες ανάγκες και απαιτήσεις της χώρας μας και ταυτόχρονα θα βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις δεσμεύσεις μας έναντι των εταίρων και δανειστών μας.

Στην ουσία αυτό που έχει ζωτική ανάγκη σήμερα η Ελλάδα είναι μια εθνική στρατηγική με ισχυρή μεταρρυθμιστική πνοή, η οποία όμως θα μπολιάζει και τις υποχρεώσεις που έχουμε αναλάβει ως χώρα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *