Πατήσαμε σε δύο βάρκες

Εφημερίδα Τα Νέα
21 Οκτωβρίου 1998

Τα αποτελέσματα των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών περικλείουν μια σαφή εντολή προς την κυβέρνηση: ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας πρέπει να επιταχυνθεί και να αγκαλιάσει όλες τις όψεις της πραγματικότητας, τόσο τα μικρά όσο και τα μεγάλα θέματα.

Είτε το ΠΑΣΟΚ θα εστιάσει την προσοχή του στην προώθηση του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος, εκσυγχρονιζόμενο και το ίδιο είτε η κοινωνία θα χάσει το ενδιαφέρον της για μας.

Κάθε εκλογική διαδικασία δίνει μια άμεση ή έμμεση εντολή, η οποία είναι ευθέως αναγνωρίσιμη. Την επόμενη μέρα των εκλογών δεν χρειάζεται να στραφούμε στο εσωτερικό μας ή στις σχέσεις που αναπτύσσονται στις τοπικές κοινωνίες για να αναζητήσουμε ερμηνείες. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα που τέθηκαν ενώπιον του ΠΑΣΟΚ βρίσκονται πρώτα απ’ όλα στη μεγάλη πολιτική εικόνα.

Το εκλογικό σώμα μάς είδε να εναγκαλιζόμαστε το παλιό, αυτό που υποτίθεται ότι απορρίπταμε. Μας είδε να γυρίζουμε την πλάτη στην ανάγκη ανανέωσης των προσώπων. Μας είδε να επιλέγουμε ως υποψηφίους πρόσωπα φθαρμένα, κουρασμένα, που είχαν κλείσει τον κύκλο τους. Μας είδε να…πατάμε σε δύο βάρκες. Μας είδε να αυτοπαγιδευόμαστε σε εσωκομματικές ισορροπίες και σκοπιμότητες, που οδηγούν σε παραλυτική ισορροπία. Μας είδε να ανακαλύπτουμε ξανά τη γοητεία των αντιδεξιών μετώπων, ξεχνώντας  ότι ο Κώστας Σημίτης διατηρεί ένα συγκριτικό πλεονέκτημα,  που είναι η δυνατότητά του να επικοινωνεί με προοδευτικά τμήματα του κεντρώου χώρου, της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς. Αντί να ενισχύονται τα χαρακτηριστικά του εκσυγχρονιστικού ρεύματος, κυριάρχησε μια διάθεση ισότιμης τοποθέτησης του παλιού και του νέου. Τη σχέση του παλιού και του νέου δεν την καθόριζε το νέο, αλλά το παλιό. Το ΠΑΣΟΚ όμως για να νικήσει πρέπει να είναι σε κάθε εποχή ο φορέας του νέου. Το πέτυχε την περίοδο 1974-1985. Πρέπει να πετύχει και σήμερα, με τους όρους και τις συνθήκες της ιστορικής εποχής που διανύουμε.

Δεν είναι, άραγε, “ειρωνεία των καιρών” κοινωνικά στρώματα που, πρώτα απ’ όλους τους άλλους και κυρίως σκληρότερα απ’ όλους τους άλλους, πλήττονται από ένα άδικο, άνισο, κρατικοκεντρικό, συντεχνιακό και παρασιτικό μοντέλο οικονομικής οργάνωσης, να θεωρείται ότι είναι δυνατόν να εκπροσωπηθούν από μια “αριστερά” που συνέβαλε στο χτίσιμο και στη συντήρηση αυτού του μοντέλου;

Δεν είναι έλλειμμα πολιτικής ότι δεν έχουμε κατορθώσει να πείσουμε αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις (της εργασίας και της ανεργίας) ότι ο εκσυγχρονισμός είναι πριν απ’ όλους δική τους υπόθεση;

Ασφαλώς, η μετάβαση σε μια νέα αντίληψη οφείλει να πραγματοποιηθεί με πολιτικό τρόπο: με τη διαλεκτική συνέχειας-ασυνέχειας. Διαλεκτική όμως δεν σημαίνει συγκερασμός, ισορροπία, αλλά υπέρβαση και ανώτερη σύνθεση. Όχι δύο βήματα πίσω κι ένα εμπρός, αλλά το αντίστροφο. Ας είναι καθαρό: η ιστορία της μεταπολίτευσης δεν μπορεί να επαναληφθεί παρά μόνο ως κωμωδία (για τους θεατές) και τραγωδία (για το θίασο)!

Οι αλλαγές που έγιναν στο ΠΑΣΟΚ, όταν ανέλαβε την ηγεσία του ο Κ. Σημίτης, δημιούργησαν μια ισχυρή δυναμική. Η κοινωνία ανανέωσε την εμπιστοσύνη της με την πεποίθηση ότι βρισκόμασταν σε μια διαδικασία ανανέωσης και μετεξέλιξης. Τότε ακριβώς το ΠΑΣΟΚ κατόρθωσε να ανακαταλάβει την ηγεμονική θέση μέσα στο πολιτικό σκηνικό. Λειτούργησε ελκυστικά τόσο προς την κεντροαριστερά όσο και προς την κεντροδεξιά. Η επέκτασή μας στο μεσαίο χώρο της ελληνικής κοινωνίας επέτρεπε την αναπαραγωγή τής πολιτικής επιρροής μας σε νέα στρώματα που προσέθεταν τον δικό τους δυναμισμό. Το κέρδος του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν μόνο ποσοτικό, δηλαδή στον αριθμό των ψήφων που προσέθετε στο εκλογικό του δυναμικό. Ήταν πρώτα απ’ όλα ποιοτικό, καθώς το πολιτικά νέο δενόταν με τα κοινωνικά στρώματα που έχουν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην ελληνική κοινωνία.

Τα αποτελέσματα των εκλογών μάς επισημαίνουν πού ακριβώς βρίσκεται ο κίνδυνος. Αν δεν αποβάλουμε τον εναγκαλισμό του παλιού θα χάσουμε την επαφή μας με το μεγάλο εκείνο τμήμα της κοινωνίας που στήριξε επάνω μας τις ελπίδες του για εκσυγχρονισμό. Οι διαψευσμένες προσδοκίες στην πολιτική, όπως και στον έρωτα, είναι ο χειρότερος αντίπαλος. Δεν έχουμε φτάσει ακόμη στο σημείο της απώλειας της κεντρικής θέσης που καταλάβαμε όταν ανέλαβε ο Κώστας Σημίτης την πρωθυπουργία. Έχει όμως χαλαρώσει επικίνδυνα η σχέση μας με αυτόν τον κοινωνικό χώρο. Θα την αποκαταστήσουμε μόνο αν κατορθώσουμε να τον πείσουμε ότι μένουμε πιστοί στα κοινά μας οράματα και τις αξίες.

Ο ζωτικός χώρος της πολιτικής είναι σήμερα ο μεσαίος. Δεν είναι τυχαίο ότι μόλις αναδείχθηκε ο Κώστας Σημίτης στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ παρατηρήθηκε ένας εντυπωσιακός συνωστισμός: η Νέα Δημοκρατία, όπως και διάφορα άλλα κομματικά σχήματα έσπευσαν να διεκδικήσουν ένα τμήμα του μεσαίου χώρου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πανικός κυριάρχησε στο κόμμα της Ν.Δ μόλις έγινε σαφές ότι η διεισδυτική ικανότητα του ΠΑΣΟΚ, υπό τη νέα ηγεσία του, είχε πολλαπλασιαστεί. Η ορθότητα της στρατηγικής αυτής επιλογής έχει επιβεβαιωθεί πολλαπλά, τόσο με θετικό όσο και αρνητικό τρόπο. Αν αναβαθμίσουμε τα χαρακτηριστικά του εκσυγχρονισμού, αν τα καταστήσουμε κυρίαρχα στην καθημερινή δραστηριότητα της κυβέρνησης, τότε έχουμε όλες τις προϋποθέσεις να φέρουμε σε πέρας ένα εγχείρημα τόσο φιλόδοξο αλλά και τόσο σημαντικό όπως η αμφίπλευρη διεύρυνση της επιρροής του ΠΑΣΟΚ. Στις εκλογές που πέρασαν δεν κρίθηκε ούτε δοκιμάστηκε το εγχείρημα της κεντροαριστεράς. Άλλωστε, το εγχείρημα αυτό αφορά τη μορφή διακυβέρνησης της χώρας, το νέο πολιτικό και κοινωνικό συνασπισμό εξουσίας, την ανάγκη οι δυνάμεις τις κεντροαριστεράς να συνδιαμορφώσουν, χωρίς ηγεμονισμούς και μικρομεγαλισμούς, μια νέα πρόταση διακυβέρνησης για το 2000.

Η Κεντροαριστερά δεν είναι κάποιο τρυκ εντυπωσιασμού, ούτε κάποιο τέχνασμα υποκλοπής “συγγενών” ψηφοφόρων. Πρόκειται για μια στρατηγική μακράς πνοής.

Δεν είναι εγκεφαλικό κατασκεύασμα κάποιων αφελών θεωρητικών, αλλά η μόνη υπαρκτή και νικηφόρα σήμερα, σε όλη την Ευρώπη, πολιτική δυναμική. Πρόκειται εν ολίγοις, όπως λέει και ο Μάσιμο Ντ’ Αλέμα για ένα κοινωνικό συμβόλαιο, πριν απ’ όλα ανάμεσα στις παραγωγικές τάξεις, επίσης ανάμεσα σε εξασφαλισμένους (με εργασία και σύνταξη) και μη-εξασφαλισμένους (ανέργους κι ανασφάλιστους), ανάμεσα στις γενιές, ανάμεσα στα δύο φύλα, την οικολογία και την ανάπτυξη…

Με δύο λόγια ανάμεσα στο αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και την ιστορική αναγκαιότητα της οικονομικής αποτελεσματικότητας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *