Ο καιρός της αναπόλησης

Νικόλας Σεβαστάκης
Το Βήμα, 11/11/2018

Η λέξη δυσφορία είναι πια χλωμή για να περιγράψει την αποξένωση των σημερινών Ευρωπαίων από τις θετικές προσδοκίες. Η πίεση στις ασθμαίνουσες σοσιαλδημοκρατίες (με λίγες εξαιρέσεις), η δυσκολία των κεντροδεξιών κομμάτων να ισορροπήσουν στις δύο ράγες του φιλελευθερισμού και του λαϊκίστικου συντηρητισμού, η ανυποληψία και οι ερασιτεχνισμοί των όποιων αριστερόστροφων ριζοσπαστισμών, όλα αυτά είναι απλώς η επιφάνεια: δευτερεύοντα συμπτώματα μιας μεγάλης αλλαγής που δυσκολευόμαστε να τη συλλάβουμε. Δεν μιλώ εδώ για τη χώρα μας αλλά για το μεγάλο κάδρο.

Θα μείνω έτσι σε κάτι που συχνά μας διαφεύγει όταν σχολιάζουμε τα συμπτώματα: στην έννοια του χρόνου πάνω στην οποία κάθονται όλες οι πολιτικές κατασκευές των μοντέρνων. Ως γνωστόν η πολιτική, στη νεωτερική της διάσταση, έφερε μαζί της μια υπόσχεση μέλλοντος. Δεν ήταν ποτέ μόνο χειρισμός των συνεπειών του παρελθόντος, ούτε μπάλωμα κακήν-κακώς στις τρύπες του παρόντος. Ακόμα και αν κλήθηκε συχνά να μαζέψει τα ασυμμάζευτα και να ανορθώσει χώρες από μεγάλες καταστροφές (όπως στα ερείπια των δύο παγκοσμίων πολέμων ή μετά τις περιοδικές οικονομικές υφέσεις), η πολιτική είχε από κάτω της εν κινήσει κοινωνίες που σημαντικά τμήματά τους «προσδοκούσαν από το μέλλον».

Δεν ήταν μόνο οι οπαδοί των κομμουνιστικών ουτοπιών ή κάποιοι ριζοσπάστες που αποθέωναν το μέλλον και όσα θα φέρει. Και οι φιλελεύθεροι και οι δημοκράτες και αυτοί που λογαριάστηκαν ως μετριοπαθείς έκαναν τους λογαριασμούς τους με την αναμενόμενη βελτίωση της συλλογικής ζωής των δημοκρατικών κοινωνιών: πίστευαν σε μια πιο ευημερούσα και πάντως απαλλαγμένη από μεγάλα δεινά κοινωνία. Η ρητορική περί ευκαιριών, ακόμα κι αν πάντα είχε την πονηριά και την ταξική της ιδιοτέλεια, ακουμπούσε στο πραγματικό. Το μέλλον το ένιωθαν πολλοί ως πραγματική κίνηση που συμπαρέσυρε ανώτερα και κατώτερα στρώματα, αμόρφωτους και μορφωμένους, την ύπαιθρο και τις πόλεις. Πάνω σε αυτή την κίνηση προς το μέλλον γράφτηκαν τα αόρατα συντάγματα των μεγάλων παρατάξεων δίπλα στα ορατά των κρατών: η ιδέα μιας κοινωνίας των παραγωγών, οι διάφορες συμμετοχικές πολιτικές ιδέες, η σοσιαλδημοκρατική υποθήκη για την κερδοφόρα συμμαχία των μεσαίων στρωμάτων με τους φτωχότερους. Ακόμα και η «κοινωνική οικονομία της αγοράς» των χριστιανοδημοκρατιών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν μέρος αυτής της οραματικής οικονομίας. Περιείχε μια μορφή πίστης, μια μορφή ορθολογικής συνείδησης, μια κοινωνιολογική και πολιτική αισιοδοξία.

Επειδή όμως όλο αυτό το πλέγμα δυνάμεων και συναισθημάτων δεν υπάρχει πλέον, έχουν μείνει απλώς οι ουρές και η συντήρησή τους. Διαχείριση συνεπειών από τις φθορές των παλαιότερων συστημάτων (λ.χ. των ασφαλιστικών συστημάτων, των κομματικών μηχανών) και «κινήσεις τακτικισμού» στο παρόν. Οι ηγεσίες αγοράζουν χρόνο, αποδεικνύονται ευάλωτες στα καπρίτσια της κοινής γνώμης, δεν διαθέτουν χρόνο και χρήμα όπως άλλοτε. Οι προθεσμίες είναι άτεγκτες, η πολιτική έχει γίνει ένας κανιβαλισμός όπου εμφανίζονται νέοι χοντρόπετσοι παίκτες που δεν ενδιαφέρονται για την παλιά καλή νομιμοποίηση μέσω διαδικασιών. Αυτό που λέμε ορθολογική συναίνεση ήταν κατά κάποιον τρόπο το ιδεώδες μιας κοινωνίας της μεσαίας τάξης. Σε αυτήν το σχέδιο της μεσαίας τάξης γινόταν καθολικό σχέδιο όλων των άλλων μερίδων και της ίδιας της συνολικής κοινωνικής κίνησης (αυτό που ονομάσαμε «πρόοδος»).

Εδώ και καιρό φυσικά οι έρευνες στην Ευρώπη δείχνουν μια σαφέστατη πλειοψηφική τάση νοσταλγίας για τα παλιά. Στην τελευταία, ας πούμε, συγκριτική έρευνα του Ιδρύματος Bertelsmann σε πέντε μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες κερδίζει (με 67%) η νοσταλγία για τους παλαιότερους καιρούς με αιχμή τους Ιταλούς (77%) και λιγότερο «νοσταλγικούς» τους Πολωνούς (59%). Οι νοσταλγικοί είναι περισσότερο άντρες ώριμων ηλικιών και η έρευνα τους τοποθετεί πολιτικά προς τα δεξιά. Η νοσταλγία δεν είναι εδώ η αυτονόητη συγκίνηση κάθε ηλικιωμένου για μορφές ζωής και εικόνες της νιότης του. Και σε αυτή την έρευνα συσχετίζεται με την ανησυχία για τη μετανάστευση, την αίσθηση οικονομικής και πολιτισμικής ανασφάλειας.

Η απαξίωση της σημερινής εποχής μας και η αίσθηση πως ζούμε μια παρακμή μπορεί να παρομοιαστεί έτσι με καμπανάκι προειδοποίησης. Οπως το αποτέλεσμα κάποιας ιατρικής εξέτασης που δείχνει έναν βασικό δείκτη στο κόκκινο.  Ναι, πάντα υπήρχαν άνθρωποι που έβλεπαν μαύρο το παρόν και έβαφαν με ρόδινα χρώματα αυτό που είχε περάσει. Οι ευρωπαϊκοί ρομαντισμοί και ένα σεβαστό κομμάτι του μοντέρνου αστικού πολιτισμού βασίστηκαν σε «αντιμοντέρνα» αισθήματα και φόβους. Αυτό ήταν ένα παράδοξο που έμενε περιορισμένο στη σφαίρα της τέχνης ή μιας ορισμένης φιλοσοφίας. Το καινούργιο είναι όταν η ανθρωπολογική και πολιτισμική απαισιοδοξία γίνεται κτήμα ευρύτερων μαζών. Οταν δεν είναι απλώς νοσταλγία της παιδικής ηλικίας ή μιας κοινωνίας «πιο φτωχής πλην πιο έντιμης» (όπως στα νοσταλγικά κλισέ) αλλά φέρνει μαζί της πολλούς εξωραϊσμούς. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, εξωραΐζονται πια ο φασισμός και η τάξη του. Σε κάποιες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, παρά τη βαθιά εθνικολαϊκιστική Δεξιά τους, υπάρχει εδώ και καιρό μια νοσταλγία του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Κάτω από αυτή τη στάση δεν βρίσκεται μόνο μια δυσφορία με το τώρα. Στο κάτω-κάτω η δυσαρέσκεια για τις επικρατούσες συνθήκες έδωσε στο παρελθόν κίνηση στα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά πάθη. Μπορεί να δει κανείς πως σήμερα το μέλλον έχει μεταμορφωθεί σε μια αόρατη και βουβή παρουσία. Οι πολίτες στρέφονται σε ξέφτια από τις παλαιότερες δεκαετίες. Ξέφτια από το χρυσό κοινωνικό κράτος, από τις win win κοινωνικές συμμαχίες, από την πολιτιστική ανθοφορία της δεκαετίας του ’60 ή από τις κουλτούρες των λαϊκών τάξεων πριν τον κατακερματισμό τους και την αποξένωση των προαστίων. Αυτά όλα έχουν γίνει το σκηνικό της νοσταλγίας που πάει μαζί με την εξάλειψη των μεγάλων συλλογικών στόχων.

Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν όλες οι δημοκρατικές πολιτικές οικογένειες είναι αυτό: υπάρχει μια γήρανση των πληθυσμών και μια κόπωση των ιδεών, κυρίως όμως μια υπερκατανάλωση από «καλύτερες εικόνες» του πριν. Οι καλύτερες εικόνες του μέλλοντος έχουν απαξιωθεί είτε ως κιτς ιδεολογία είτε ως παιχνίδι για φουτουριστικά σενάρια περί μεταλλάξεων της ανθρώπινης ζωής, του ανθρώπινου σώματος, του τέλους της εργασίας και λοιπά. Λείπει η ενδιάμεση διάσταση ανάμεσα στην αναπόληση για τα παλιά απ’ όπου αρπάζονται οι πιο χαμένοι και στον ελιτίστικο σούπερ φουτουρισμό που ενθουσιάζει τους πειραματιστές πλούσιους και ένα κομμάτι των ελίτ. Ούτε η νοσταλγία, ούτε η επιτάχυνση σε τεχνολογικές και μετα-ανθρώπινες ουτοπίες δίνει απάντηση στο μεγάλο ερώτημα: Εχει πια μέλλον η πολιτική, δηλαδή αυτό που ύφανε μια υπόσχεση πάνω σε διαφορετικά σχέδια; Θα δούμε.

 

 

 

______________________

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *