Ορθόδοξα ιδεοληπτικά μοναστήρια ή επίκαιρες πολιτικές;

Capital.gr
14 Ιουνίου 2021

Η δυσαρμονία με τον παρόντα χρόνο είναι δείκτης υστέρησης: εθνικής, κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής, πολιτισμικής. Το επιβεβαιώνουν οι διαχρονικές εκκρεμότητές μας. Καθώς, βέβαια, κι ο συνεχής ετεροχρονισμός της προσαρμογής μας στον σύγχρονο κόσμο.

Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί το γεγονός ότι αυτονόητες αλλαγές σε καίριους τομείς της ζωής μας παραμένουν ακόμη ζητούμενες; Κορυφαίες περιπτώσεις, το ασφαλιστικό, η παιδεία, η εργασία, η δικαιοσύνη. Αντί η προώθησή τους να αποτελεί κοινό στόχο, συμβαίνει το αντίθετο: «Αποθηκεύονται» και αναβάλλονται, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες και τη συσσώρευση αδιεξόδων.

Φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί δεν είναι μόνο το ανεπαρκές πολιτικό σύστημα. Αλλά και το τμήμα του κοινωνικού σώματος που βολεύεται με το παρασιτικό και συντεχνιακό μοντέλο οργάνωσης και διοίκησης. Εξάλλου, αμφότερα λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Συνδετικός μεταξύ τους κρίκος οι ποικιλώνυμοι εκπρόσωποί τους. Ξεχωριστός δε είναι κι ο ρόλος μιας κάστας συνδικάτων και εργατοπατέρων, οι οποίοι απομυζούν το Δημόσιο, παρέχοντας ταυτοχρόνως την απαιτούμενη ιδεολογικοπολιτική θωράκιση.

Ουσιαστικά, πρόκειται για τους στυλοβάτες της καθήλωσής μας στο παρελθόν. Η δύναμη κι η εμβέλειά τους δεν περιορίζεται στα στενά όρια των χώρων εργασίας που ελέγχουν. Απεναντίας, ασκούν επιρροή και στην κομματική τάξη. Μάλιστα, η άκρως διαβρωτική τους συμπεριφορά βρίσκει πρόσφορο έδαφος. Εξίσου ισχυρό είναι και το όπλο του πολιτικού κόστους, το οποίο κραδαίνουν προς κάθε κατεύθυνση.

Στην πραγματικότητα, υφίσταται μια αιμομικτική σχέση. Η πολιτική χάνει την αυτονομία της. Στην πλειονότητά της υποτάσσεται σε όλες εκείνες τις δυνάμεις που μοναδικό μέλημα τους έχουν τη διατήρηση των αντιπαραγωγικών, αντικοινωνικών και αντιαναπτυξιακών δομών. Το αποτέλεσμα είναι η προσαρμογή της οικονομίας, της ασφάλισης, της παιδείας, της εργασίας, στα νέα ανταγωνιστικά δεδομένα να προσκρούσει στον τείχο της άρνησης και της απόρριψης.

Τα ερείσματα των αντιδρώντων είναι διαπαραταξιακά και διακομματικά. Ο κρατισμός, τα συντεχνιακά συμφέροντα, οι πελατειακές σχέσεις, έχουν παντού οπαδούς. Οι υποστηρικτές τους ανθίστανται σθεναρά. Αλλαγές αναγκαίες ενοχοποιούνται. Η εναρμόνισή μας με τις προηγμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες αντιμετωπίζεται σαν νεοφιλελεύθερη συνταγή. Οι εκφραστές της αδράνειας και της αναβλητικότητας αντεπιτίθενται.

Απονεκρωμένα συνδικαλιστικά σχήματα βγαίνουν από το λήθαργο. Η αντιπολίτευση, βιώνοντας την αμηχανία της, επιχειρεί να αναστήσει φαντάσματα του παρελθόντος. Η συμπολίτευση, στερούμενη μεταρρυθμιστικής πνοής, παρακολουθεί ως απλός θεατής χωρίς να προσφέρει στοιχειώδη στήριξη στις προωθούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις. Στα συνδικάτα, οι ‘γαλάζιοι’ εκπρόσωποι συντάσσονται και ταυτίζονται με τους ‘κόκκινους’ και τους ‘πράσινους’. Οι πρόσφατες απεργιακές κινητοποιήσεις το επιβεβαιώνουν.

Αν κάτι προκύπτει από τα όσα συμβαίνουν στην εγχώρια σκηνή είναι ότι ουδείς αντιλαμβάνεται γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του, απολαμβάνουν την αποδοχή μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης. Το συγκριτικό του πλεονέκτημα είναι ότι του αφέθηκε ελεύθερο το πεδίο άσκησης πολιτικών, οι οποίες αποσκοπούν -πρακτικά ή θεωρητικά- στην προσαρμογή της Ελλάδας στις νέες ανάγκες και απαιτήσεις.

Με άλλα λόγια, οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ, ενσαρκώνοντας παρωχημένα και ατελέσφορα ιδεολογήματα αποδεικνύονται ανεπίκαιρες. Το σημαντικότερο, επιτρέπουν στον πρωθυπουργό να διατηρεί αυθεντική σχέση με τη ζώσα πραγματικότητα. Ενώ εκείνες καταγράφονται ως εκφραστές του παρελθόντος. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αντίληψη ή βαθιά πολιτική ανάλυση για να καταλάβουμε πού οφείλεται η κυριαρχία του Μητσοτάκη. Ο καταγγελτικός λόγος της αντιπολίτευσης δεν πείθει ούτε το εκλογικό της ακροατήριο.

Τη στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας και η Φώφη Γεννηματά διατυμπανίζουν τη στροφή τους στη Σοσιαλδημοκρατία και στους Πράσινους παρακάμπτουν το γεγονός ότι οι δυνάμεις αυτές, εδώ και χρόνια, υποστήριξαν και θεσμοθέτησαν την ευελιξία στην εργασία. Η αποκαλούμενη «ατζέντα Σρέντερ και Φίσερ» αναζωογόνησε τη γερμανική οικονομία, ενισχύοντας παράλληλα την απασχόληση. Μονάχα στα «ορθόδοξα ιδεολογικά μοναστήρια» μένουν στατικές οι θέσεις και αντιλήψεις, ξορκίζοντας το σήμερα.

Με στερεότυπα και παλιομοδίτικα κλισέ χάνεις τη μάχη με την εποχή σου και τον ανταγωνισμό. Και κατ’ επέκταση κρατάς τη χώρα σου μπλοκαρισμένη σε αδιέξοδα στρατηγήματα. Εύλογο είναι οι πολιτικές δυνάμεις που τα υιοθετούν να υπολείπονται, να υστερούν.

Η ασυμμετρία με τον χρόνο αφήνει πίσω εκείνους που την υπηρετούν. Αντιθέτως, η προβολή στον παρόντα και μέλλοντα χρόνο ενδυναμώνει την πολιτική αξία των πρωταγωνιστών.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *