Να τελειώνουμε με τον ανορθολογισμό και τον αυτιστικό εθνικισμό

Περικλής Βαλλιάνος
Το Βήμα, 17/06/2018

Η συμμαχία Χριστόδουλου, Ανδρέα Παπανδρέου και Αντώνη Σαμαρά έδεσε για μια γενιά γύρω από τον λαιμό της χώρας την πέτρα του «ονοματολογικού» του βόρειου γείτονά μας. Η υπόθεση αυτή εξευτέλισε και απομόνωσε τη χώρα διεθνώς. Τα κόμματα, με την τιμητική εξαίρεση του ΚΚΕ, νομιμοποίησαν τα συλλαλητήρια και την εθνολαϊκίστικη οχλοβοή τους – ακόμα δυστυχώς και ο Συνασπισμός της εποχής.

Μόνος απέναντι σε αυτή τη λαίλαπα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αναγκάστηκε να προσυπογράψει την απόφαση του Απριλίου του 1992 κατά της οποιασδήποτε χρήσης του όρου Μακεδονία, απόφαση στην οποία δεν επίστευε. Σε εκείνο το συμβούλιο των αρχηγών ο Α. Σαμαράς, ο οποίος απεπέμφθη πάραυτα λόγω του εξτρεμισμού του από υπουργός των Εξωτερικών, πρότεινε το κλείσιμο των συνόρων. Την πρόταση αυτή υποστήριξε ενθέρμως ο Ανδρέας Παπανδρέου, δηλώνοντας ότι «οι απόψεις του ΠαΣοΚ ταυτίζονται με τη γραμμή Σαμαρά». Δήλωνε επίσης, με ασύγγνωστη ανευθυνότητα, ότι «εγνώριζε» πως βρισκόταν σε εξέλιξη διεθνές σχέδιο για τη δημιουργία της «Μεγάλης Μακεδονίας». Υπονοούσε δηλαδή ότι η Γερμανία, στην οποία η Αριστερά απέδιδε έτσι κι αλλιώς τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, απεργαζόταν τον διαμελισμό της Ελλάδας!

Και έτσι απορρίφθηκε το άκρως ευνοϊκό για τη χώρα, όπως πάλι όλοι δέχονται σήμερα, «πακέτο Πινέιρο». Η συμπόρευση Α. Παπανδρέου – Α. Σαμαρά συνεχίστηκε για μεγάλο διάστημα (εκλογή Στεφανόπουλου κ.τ.λ.). Το αντιευρωπαϊκό συνωμοσιολογικό παραλήρημα που συνειδητά τροφοδότησε η πασοκική ηγεσία της εποχής αναβίωσε εν καιρώ με τη μορφή των «αγανακτισμένων» με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα.

Έχοντας πετύχει τον έναν και μοναδικό του στόχο της ανατροπής του Κ. Μητσοτάκη, ο Α. Παπανδρέου προχώρησε στην επιβολή του οικονομικού αποκλεισμού «των Σκοπίων». Επρόκειτο για μια πράξη πολέμου κατά ενός αδύναμου γείτονα, πράγμα που επιδείνωσε δραματικά τη διεθνή θέση της Ελλάδας. Με την «ενδιάμεση συμφωνία» του 1995 ο Α. Παπανδρέου προσπάθησε να περιορίσει τις ζημιές για τη χώρα, αναγνωρίζοντας όμως τον όρο Μακεδονία ως οργανικό συστατικό της ονομασίας «των Σκοπίων». Από ‘κει και πέρα το μόνο ζήτημα ήταν με τι θα αντικατασταθεί το γελοίο και άχρηστο «πΓΔ» μπροστά από το «Μακεδονία». Μια πραγματικότητα που αναγνώρισε ρητώς η Ελλάδα το 2008 στο Βουκουρέστι.

Όλα αυτά για να υποβοηθούν τα «κατανοητικά εργαλεία» της κυρίας Γεννηματά, που επί τρία χρόνια ήταν, όπως γνωρίζουμε, υπουργός του κ. Σαμαρά. Η αγιολογική προσέγγιση στον Α. Παπανδρέου που συσκοτίζει τα γεγονότα δεν βοηθάει το κόμμα της. Αν το ΚΙΝΑΛ έχει σήμερα κάποιον ρόλο να παίξει δεν είναι ως νεκρανάσταση του ανδρεϊσμού, αλλά ως συνέχεια του εκσυγχρονιστικού ΠαΣοΚ του Κ. Σημίτη.

Η συμφωνία με τα Σκόπια είναι η μόνη δίκαιη και αμοιβαίως επωφελής που θα μπορούσε να επιτευχθεί χθες, σήμερα ή αύριο. Η Ελλάδα κερδίζει αυτό που ευλόγως απαιτούσε, το απαραβίαστο των συνόρων, την καταδίκη του αλυτρωτισμού, την αποκοπή της βορειομακεδονικής ταυτότητας από την αρχαία ελληνική ιστορία. Η συμφωνία επετεύχθη μετά από συντονισμένη πίεση πάνω στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ από τη διεθνή κοινότητα. Ακριβώς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ αναγκάζεται να ψηφίσει στους διάφορους μνημονιακούς νόμους μεταρρυθμίσεις που αν εφαρμοστούν θα είναι ευεργετικές για την κοινωνία. Ενώ όμως τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις μπορεί να τις υπογράφει αλλά να μην τις εφαρμόζει, αυτό δεν είναι δυνατόν στην περίπτωση μιας διεθνούς συμφωνίας.

Στο σημερινό ταραγμένο διεθνές περιβάλλον η ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στις ευρωατλαντικές δομές θα ήταν άκρως ευεργετική. Τον στόχο αυτόν εξυπηρετεί η συμφωνία και η ένθερμη επικρότησή της από όλους τους διεθνείς θεσμούς δείχνει ξεκάθαρα ποιο είναι το κριτήριο που θα πρέπει να πρυτανεύσει. Εάν η συμφωνία αποτύχει, το δηλητηριώδες αδιέξοδο θα εξακολουθήσει για άλλα τριάντα χρόνια, μέχρις ότου επιστρέψουμε, με χειρότερους όρους, στο ίδιο σημείο (που είναι το σημείο όπου βρισκόμασταν πριν από άλλα τριάντα με τον Πινέιρο).

Υπάρχει και η στενόκαρδη μικροκομματική σκοπιά. Εδώ βέβαια είναι ο κ. Τσίπρας που ήρξατο χειρών αδίκων. Άφησε ελεύθερο τον «σύντροφο» Καμμένο να παραληρεί εθνικιστικά και εμόχλευσε διχαστικά τη λύση του ονοματολογικού με σκοπό τη διάσπαση της ΝΔ. Αλλά ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να υπολογίσει τα ακόλουθα. Η συμφωνία είναι, πρώτον, πανηγυρική δικαίωση της πραγματικά εθνωφελούς πολιτικής του πατέρα του, που εξαιτίας της συκοφαντήθηκε και υπονομεύθηκε όσο κανένας άλλος. Δεύτερον, από την υπερψήφιση της συμφωνίας δεν θα χάσει ψήφους μόνο η ΝΔ, αλλά και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, άρα το σημερινό εκλογικό ισοζύγιο δεν θα διαταραχθεί.

Επιπλέον το «κόμμα Σαββίδη» που η ενδεχόμενη καταψήφιση της συμφωνίας προσπαθεί να κατευνάσει δεν ήταν και δεν θα είναι ποτέ φιλικό προς τον κ. Μητσοτάκη, ό,τι αυτός και να κάνει, ό,τι και να πει. Στην πιθανή πρωθυπουργία του θα είναι, μέσω της επιρροής σε νεοδημοκράτες βουλευτές, μια σιδερένια μπάλα δεμένη στον αστράγαλό του. Ακόμα και στην περίπτωση που μια ομάδα βουλευτών αποσχισθεί από τη ΝΔ εάν ο κ. Μητσοτάκης υπερψηφίσει, μεσοπρόθεσμα αυτό θα είναι ευεργετικό γιατί έτσι θα επιτευχθεί υπό τη βία των περιστάσεων η ριζική ανανέωση του κόμματος που σήμερα είναι εξαιρετικά δύσκολη.

Ο κ. Μητσοτάκης είναι ένας σύγχρονος, φιλελεύθερος πολιτικός, κληρονόμος μιας πολύτιμης πολιτικής περιουσίας, και μόνο ως τέτοιος θα μπορέσει να αφήσει το στίγμα του στη ζωή της χώρας. Υπό την κηδεμονία του «κόμματος των συλλαλητηρίων» η κυβέρνησή του σύντομα θα περιπέσει σε παραλυτική ασυναρτησία.

Η ψήφιση της συμφωνίας δεν θα σώσει, ούτε θα δικαιώσει, τον ΣΥΡΙΖΑ. Η διακυβέρνησή του έχει προκαλέσει πολλαπλές ανήκεστες βλάβες. Αν ο κ. Τσίπρας πιστεύει ότι θα ανακόψει τον κατήφορο λύνοντας το ζήτημα «των Σκοπίων», τόσο το καλύτερο για τον κ. Μητσοτάκη γιατί δεν θα το βρει σύντομα πάλι μπροστά του. Ο κ. Τσίπρας πρέπει να πέσει για τους σωστούς και όχι για τους λάθος λόγους: όχι δηλαδή επειδή «μας πούλησε στους γυφτοσκοπιανούς».

Σε κάθε περίπτωση αυτό που προέχει είναι να μην επιβεβαιωθεί η επικυριαρχία πάνω στο πολιτικό μας σύστημα του ανορθολογισμού, της ευρωφοβίας και του αυτιστικού εθνικισμού που ξέσπασε το 1992 και θα ξαναγεμίσει αυτές τις μέρες πάλι τους δρόμους. Μόνο μια συντριπτική υπερψήφιση της συμφωνίας στη Βουλή, κυβέρνηση μαζί με αντιπολίτευση, θα βάλει φραγμό σε αυτό το καταστροφικό κύμα.

_____________________________________
Ο κ. Περικλής Σ. Βαλλιάνος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *