Το έλλειμμα κυβερνησιμότητας και οι κομματικές στρατηγικές

Εφημερίδα Η Αξία
12 Απριλίου 2012

Σε λίγες μέρες κλείνει ο κύκλος της κυβέρνησης Παπαδήμου. Αν θέλαμε να κάνουμε μια πρώτη αποτίμηση, θα τονίζαμε τη θετική συμβολή της για τον τόπο. Το PSI, η νέα δανειακή σύμβαση και η αποφυγή της άτακτης χρεοκοπίας συνιστούν πολύ σημαντικά επιτεύγματα.

Βεβαίως τα κόμματα που συμμετείχαν στην κυβέρνηση Παπαδήμου δεν θα υπερθεματίσουν στην παραπάνω άποψη, αφού η προσπάθειά τους να υποβαθμίσουν το έργο της είναι εμφανής. Το θεωρούν αυτονόητο και δεδομένο. Αρνούνται να παραδεχτούν ότι τα αποτελέσματά της συνιστούν εθνική επιτυχία.

Κάτι τέτοιο δεν προκαλεί έκπληξη, αφού από την πρώτη στιγμή φάνηκε πως τα δύο κόμματα εξουσίας σύρθηκαν στο εγχείρημα Παπαδήμου χωρίς τη θέλησή τους. Αναγκάστηκαν να προχωρήσουν στο αυτονόητο, στη δημιουργία κυβέρνησης συνεργασίας, όταν συνειδητοποίησαν ότι η χώρα βρίσκεται στο σημείο μηδέν, στα πρόθυρα της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας.

Το ΠΑΣΟΚ δεν είχε άλλο δρόμο, μετά την παντελή αδυναμία της κυβέρνησης Παπανδρέου να διαχειριστεί τα μείζονα ζητήματα της οικονομίας, και η Νέα Δημοκρατία αναγκάστηκε να υποστείλει την αντιμνημονιακή της σημαία, για να μη θεωρηθεί υπόλογη για τη χρεοκοπία της χώρας.

Έτσι, ενώ συναίνεσαν στο εγχείρημα Παπαδήμου, στην πραγματικότητα το ευνούχισαν και το απομείωσαν. Κυρίως το φοβήθηκαν διότι ήξεραν ότι η επιτυχία του θα ακύρωνε τις στρατηγικές και τις πολιτικές τους.

Αντιμετώπισαν λοιπόν την κυβέρνησή του ως μία αναγκαία παρένθεση που εξυπηρετούσε συγκεκριμένους στόχους και επιδιώξεις, ως μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού και έκτακτης ανάγκης, ενώ τον Παπαδήμο ως έναν υπηρεσιακό Πρωθυπουργό περιορισμένων αρμοδιοτήτων.

Από την αρχή εξάλλου, προσπάθησαν να τη φέρουν στα μέτρα τους, υπαγορεύοντας ποιους υπουργούς θα έχει, αλλά και σε όλη τη διάρκεια της θητείας της, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την υπονομεύσουν και να την εκθέσουν.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι υπουργοί της συμπεριφέρονταν ως αυτόνομες πολιτικές μονάδες, έχοντας σημείο αναφοράς τον αρχηγό τους, ενώ η πλειονότητα των βουλευτών αποφάσιζε κατά το δοκούν, με αποκορύφωμα το όργιο τροπολογιών για την ικανοποίηση της κομματικής πελατείας, λίγο πριν από την προκήρυξη των εκλογών.

Παράλληλα, έθεταν προσκόμματα στη λειτουργία και στο έργο της, αναστέλλοντας την υλοποίηση όλων εκείνων των αποφάσεων και δεσμεύσεων που είχε αναλάβει η χώρα έναντι των ευρωπαίων εταίρων και των δανειστών της. Δεν έκαναν τίποτα, προκειμένου να προχωρήσουν οι διαρθρωτικές αλλαγές, οι μεταρρυθμίσεις, οι αποκρατικοποιήσεις κ.ά..

Μάλιστα, κατέφυγαν σε τερτίπια και σε εκβιασμούς. Ακύρωσαν πολιτικές αποφάσεις, με πιο χαρακτηριστική το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, θέλοντας να διαιωνίσουν τις πελατειακές σχέσεις τους με τα συντεχνιακά συμφέροντα. Έφτασαν ακόμη και στο σημείο να επιβάλουν την απόσυρση της πρότασης Γιαννίτση για δραστική μείωση της κρατικής επιχορήγησης των κομμάτων.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τα δύο κόμματα που συμμετείχαν στην κυβέρνηση Παπαδήμου δεν ανέδειξαν ποτέ τη σημασία και την ανάγκη πολιτικών συνεργασιών, σε μια περίοδο που η χώρα τις έχει μεγάλη ανάγκη, αφού βρίσκεται αντιμέτωπη με τεράστια και πολλαπλά προβλήματα. Ιδιαίτερα τώρα, παραμονές των εκλογών, την αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας.

Η Νέα Δημοκρατία, βιώνοντας την αμηχανία της μνημονιακής της μετάλλαξης, επαναφέρει τη στρατηγική της αυτοδυναμίας ως μονόδρομο, προκειμένου να συσπειρώσει την κομματική της βάση. Το ΠΑΣΟΚ, θεωρώντας ότι οι πολίτες είναι λωτοφάγοι και πως με μια απλή «συγγνώμη» του αρχηγού του θα απαλλαγεί από τις ιστορικές του ευθύνες, αγνοεί εσκεμμένα τη δημοσκοπική του καθίζηση, θέτοντας ως στόχο την πρωτιά, προκειμένου να επαναφέρει στις τάξεις του τους δυσαρεστημένους.

Αντί λοιπόν τα αποκαλούμενα κόμματα εξουσίας να έρθουν σε αρμονία με τις ανάγκες και απαιτήσεις της εξαιρετικά κρίσιμης συγκυρίας, προτάσσοντας τη συνεργασία, τη συναίνεση, τη συνεννόηση, καταφεύγουν στον παλιό κακό εαυτό τους. Αναδεικνύουν σε μείζον ζήτημα την αυτοδυναμία ή την πρωτιά, καταφεύγοντας στον άκρατο λαϊκισμό, στην πλειοδοσία συντεχνιακών αιτημάτων, στις άγονες πολιτικές αντιπαραθέσεις, στους προσωπικούς διαξιφισμούς.

Υποτιμούν το νέο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί. Λειτουργούν με βάση τα πολιτικά υποδείγματα προηγούμενων δεκαετιών, θεωρώντας ότι έχουν έτοιμες συνταγές και απαντήσεις. Δεν αισθάνονται την ανάγκη να εξηγήσουν στην κοινή γνώμη με ποια στρατηγική, με ποιες πολιτικές, με ποιο σχέδιο θα αντεπεξέλθουμε στα νέα δεδομένα.

Αν και όλες οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν ότι οι κομματικοί τους στόχοι δύσκολα θα επιτευχθούν, αρνούνται να αναζητήσουν εκείνες τις πολιτικές, εκείνες τις προσεγγίσεις, εκείνες τις προτάσεις, οι οποίες θα έπειθαν τους απογοητευμένους, απαισιόδοξους, ακόμη και οργισμένους πολίτες, ότι το μήνυμα έχει ληφθεί. Νομίζουν ότι η κρίση εκπροσώπησης που αντιμετωπίζει το πολιτικό σύστημα είναι πρόσκαιρη και μπορεί να ξεπεραστεί.

Παραβλέπουν επίσης ότι η κοινή γνώμη σε μεγάλο βαθμό προκρίνει τις συναινέσεις και τις συγκλίσεις, τη στιγμή που τα ίδια τα κόμματα έκαναν ό,τι μπορούσαν για να διαβάλουν και να εκθέσουν το εγχείρημα Παπαδήμου, προκειμένου να αποδείξουν ότι στη χώρα μας οι κυβερνήσεις συνεργασίας δεν ευδοκιμούν.

Το βέβαιο είναι ότι μέχρι τις εκλογές θα δούμε και θα ακούσουμε πολλά, χωρίς να υπάρξει κάποια ουσιαστική και γόνιμη συζήτηση για τα μεγάλα προβλήματα της χώρας και της οικονομίας. Άλλωστε βλέπουμε ότι η κομματική αντιπαράθεση εστιάζεται σε συγκεκριμένα ζητήματα, χωρίς, να έχει κατατεθεί, προς το παρόν τουλάχιστον, κάποια συγκεκριμένη πολιτική ατζέντα.

Τα πολιτικά κόμματα εγκλωβισμένα στην αυταρέσκειά τους αρνούνται να κάνουν το αυτονόητο: Να αναζητήσουν κοινούς τόπους και κοινές προσεγγίσεις. Παραβλέπουν ότι χωρίς τη συναίνεση και τη συνεννόηση δεν μπορεί να προχωρήσει καμιά μεταρρύθμιση, καμιά διαρθρωτική αλλαγή, καμιά αποκρατικοποίηση, καμιά αξιοποίηση κρατικής περιουσίας.

Το εγχείρημα Παπαδήμου, παρά τις αδυναμίες του, μας έδειξε τη χρησιμότητά του. Ήταν η αρχή μιας νέας ιστορικής περιόδου για τη χώρα. Το πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης Παπαδήμου δεν μπορεί να το υποβαθμίσει καμιά κομματική στρατηγική.

Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα της κάλπης, η ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος έχει τεθεί επί τάπητος. Τα δύο μεγάλα κόμματα οφείλουν να αντιληφθούν ότι τίποτα δεν θυμίζει το χθες. Γι’ αυτό είναι επιτακτική ανάγκη να προσαρμόσουν τη στρατηγική τους στις νέες ανάγκες και απαιτήσεις.

Το πρόβλημα της κυβερνησιμότητας της χώρας είναι υπαρκτό. Θεωρείται βέβαιο ότι οι επικείμενες εκλογές θα το επιβεβαιώσουν. Το πρόβλημα αυτό δεν αντιμετωπίζεται ούτε με αυτοδύναμες κυβερνήσεις, ούτε με την επιστροφή στις πολιτικές φαντασιώσεις περί κεντροαριστερών κυβερνήσεων.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *