Τι κάνουμε με τον Ερντογάν;

Θανάσης Τσεκούρας
Πρώτο Θέμα, 08/06/2020

Λίγους μήνες πριν από τις εκλογές του 2004, η Ελλάδα και η Τουρκία είχαν βρεθεί κοντά σε μια συνολική συμφωνία για την οριοθέτηση των διαφορών στο Αιγαίο.

Δύο αθόρυβες επιτροπές εμπειρογνωμόνων από τα αντίστοιχα υπουργεία Εξωτερικών, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και τους «κομματικούς πατριωτισμούς», με αμοιβαίους συμβιβασμούς είχαν επιλύσει περίπου το 90% των προβλημάτων. Απέμεναν ορισμένες διαφορές και η πολιτική συμφωνία κορυφής των δύο κυβερνήσεων. Στην Ελλάδα πρωθυπουργός ήταν ο Κ. Σημίτης και υπουργός Εξωτερικών ο Γ. Παπανδρέου, ενώ στην άλλη όχθη του Αιγαίου ο «μόνιμος» πλέον Ταγίπ Ερντογάν.

Στη συνέχεια στην Ελλάδα έγιναν εκλογές. Στην κυβέρνηση ανέβηκε η Ν.Δ. του Κ. Καραμανλή και κάπου εκεί το ρολόι του χρόνου σταμάτησε. Στην ελληνική εξωτερική πολιτική επανήλθε το «δόγμα της αδράνειας». Μια παθητική και φοβική αντίληψη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με την πεποίθηση ότι «ο χρόνος δουλεύει προς το συμφέρον μας» και ότι στο μέλλον («κάπου, κάπως, κάποτε»…) η στιγμή θα είναι πιο κατάλληλη. Ασε που μπορεί και να ξυπνήσει ο «μαρμαρωμένος βασιλιάς».

Εκτοτε πέρασαν 15-16 χρόνια και η «κατάλληλη» στιγμή δεν έφτασε ποτέ. Εν τω μεταξύ, ο προσανατολισμός της Τουρκίας άλλαξε ριζικά. Ο «ευρωπαϊστής» Ερντογάν εξελίχθηκε σε ένα επικίνδυνο υβρίδιο εθνικισμού και ισλαμισμού. Από την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας διολισθήσαμε σε μια άλλη Τουρκία που προβάλλει αξιώσεις ηγεμονικής περιφερειακής δύναμης στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της ανατολικής Μεσογείου. Η Κύπρος παρέμεινε de facto διχοτομημένη. Το καλάθι των ελληνοτουρκικών διαφορών γέμισε με προκλήσεις που συνήθως αντανακλούν τις αναθεωρητικές επιδιώξεις της Τουρκίας. Και ο «μαρμαρωμένος βασιλιάς» δεν ξύπνησε.

Μήπως θα ήταν χρήσιμο να απαντηθεί ένα στοιχειώδες ερώτημα: πότε ήταν καλύτερη η θέση της Ελλάδας στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, το 2004 ή το 2020; Αν κάποιοι -έστω λίγοι- ποντάρουν τα χρήματά τους στη δεύτερη στιγμή, θα είχε ενδιαφέρον να τους ακούσουμε. Ποιος μπορεί να μας στερήσει το δικαίωμα στην ηλιθιότητα;

Οι άλλοι, οι ασφαλώς περισσότεροι, θα είχε ενδιαφέρον να ξαναθυμηθούν ορισμένους βασικούς άξονες της πολιτικής Σημίτη – Παπανδρέου εκείνης της εποχής.

Η Ελλάδα εγκατέλειψε το «δόγμα της αδράνειας» και επεδίωξε ενεργά την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Επαψε να διακηρύσσει τον «μη διάλογο». Παραμέρισε την πεποίθηση ότι το μοναδικό αντικείμενο διαλόγου είναι ο καθορισμός της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο. Αποδέχτηκε ρητά την προοπτική του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Υποστήριξε απροσχημάτιστα τη διαδικασία επανένωσης της Κύπρου. Αντί να θέτει εμπόδια και προσκόμματα, συγκατατέθηκε με ειλικρίνεια στο δικαίωμα της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης της Τουρκίας.

Ο απολογισμός; Μια ιστορική και αναμφισβήτητη επιτυχία, η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Και μια δεύτερη επιτυχία, που δυστυχώς δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί: η διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο.

Ολα αυτά δεν αποτελούν ασκήσεις μνήμης. Αντιδιαστέλλουν δύο «δόγματα» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής συγκρίνοντας τις αντίστοιχες επιτυχίες. Από τη μία το «δόγμα» της ενεργητικής διπλωματίας και του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Από την άλλη το «δόγμα της αδράνειας».

Πώς σχεδιάζεται σήμερα η ελληνική εξωτερική πολιτική; Υπάρχει ένα αντίστοιχο «δόγμα», μια στρατηγική απέναντι στην επικίνδυνη Τουρκία του Ερντογάν; Θέλουμε τον πόλεμο, μας αρέσει η ειρήνη, ποντάρουμε στη διατήρηση του «στάτους κβο», επιδιώκουμε τον διάλογο, στηρίζουμε τον «μη διάλογο», αναπολούμε το «βυθίσατε το Χόρα», προσκαλούμε το «Χόρα» στη Μύκονο, παίζουμε το χαρτί της Ευρώπης, των ατλαντικών σχέσεων, ελπίζουμε στο «ξανθό Γένος»; Τι κάνουμε, τέλος πάντων, εκτός από ένα διαρκές ψυχογράφημα των διαθέσεων του Ερντογάν και ένα μονότονο πινγκ πονγκ: η Τουρκία προκαλεί, εμείς αντιδρούμε. Υπάρχει κάτι που να προσομοιάζει, έστω από μακριά, με μακροπρόθεσμη εθνική στρατηγική; Κάθε απάντηση δεκτή…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *