Λυκάκια

Χρήστος Χωμενίδης
Τα Νέα, 26/10/2019

Σύσσωμο το πανελλήνιο, όπως τουλάχιστον αντανακλάται στα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, βουρλιζόταν επί δύο εικοσιτετράωρα από τα παρατράγουδα του «Τζόκερ». Σαν άλλον καημό να μην έχουμε -σαν άλλη ζωή να μην έχουμε- αρπάξαμε ένα συμβάν του αστυνομικού δελτίου και το ξεχειλώσαμε στο μη παρέκει. Με τέτοιο στόμφο διατυπώναμε ερωτήματα απλοϊκά και αυταπάντητα, ώστε ακόμα κι αν χωρούσε κάποια σοβαρή συζήτηση, την ακύρωσε – τη σάρωσε ο χείμαρρος της ανοησίας.

Γιατί -ωρύονταν οι συνήθεις «υπερευαίσθητοι»- μία συντεταγμένη δημοκρατική πολιτεία να έχει την εξουσία να χαρακτηρίζει ως παράνομες ορισμένες συμπεριφορές; Γιατί ο νόμος να εφαρμόζεται; Γιατί η παραβίασή του να επιφέρει την επέμβαση της αστυνομίας; Γιατί οι αστυνομικοί όταν επιχειρούν να οπλοφορούν;

Ούτε ο -εν πλήρη συγχύσει αθώος- Παρασκευάς, την πρώτη μέρα της εκπαίδευσής του από τον Ροβινσώνα δεν θα είχε τέτοιες απορίες. Το «επιτρέπεται» και το «απαγορεύεται» είναι το πρώτο δίπολο που διδάσκεται ο άνθρωπος από τη βρεφική του ηλικία. Και τα λυκάκια ακόμα, άπαξ και απομακρυνθούν απ’ την αγέλη, θα νοιώσουν τα σαγόνια της μαμάς τους στο σβέρκο τους. Θα τα επαναφέρει η υπεύθυνη ενήλικας στην τάξη.

Η τιμωρία -σε όλους τους τόπους, σε όλους τους καιρούς- έχει διττή λειτουργία. Φρονηματίζει αφενός όσους είναι απ’ τη φύση τους προς φρονηματισμόν. Δυναμώνει αφετέρου μέσα στους πιο ατίθασους τη φλόγα τής αντισυμβατικότητας, ίσως ακόμα και της ανατροπής. Άμα δεν κρέμεται πάνω απ’ το κεφάλι σου ο πέλεκυς, πώς θα αισθανθείς την αδρεναλίνη; Πώς θα απολαύσεις τη ζαβολιά σου;

Διαβάζω τη δημόσια μαρτυρία-καταγγελία ενός γονιού. «Έλα μπαμπά! Με συνέλαβαν!» τού τηλεφώνησε το σπλάχνο του με τρεμάμενη φωνή.

Στη θέση του (και δεν μιλάω εκ τού ασφαλούς – έχω παιδί), στη θέση του θα έβαζα τα γέλια. «Καλά να πάθεις, κούκλα μου» θα τής έλεγα. «Ακατάλληλη ταινία μού ’θελες, δεν είχες όμως τα αντανακλαστικά να τρέξεις, να κρυφτείς στην τουαλέτα μόλις άναψαν τα φώτα… Πού να ’ξερες, θα μου πεις με το δίκιο σου, ότι οι μπάτσοι δεν πιάνουν μόνο μπαχαλάκηδες και λωποδύτες αλλά και κυριλέ εφηβάκια στα μώλ; Τραβήξου τώρα στο τμήμα, να δεις τη σκοτεινή πλευρά της σελήνης, μπας και σού φύγει το βερνίκι της καλής ζωής…» Και θα άφηνα τα πράγματα να πάρουν τον νόμιμο δρόμο τους. Και θα απολογούμην, κρύβοντας την ιλαρότητά μου, που παραμέλησα το τέκνο μου και παρασύρθηκε στο «Τζόκερ».

Δεν θα διερρήγνυα πάντως τα ιμάτιά μου επειδή έχωσαν τα παιδιά σε κλούβα – τί έχει η κλούβα; – πώς είναι δυνατόν να απαιτούν οι γονείς να μεταφέρουν τους συλληφθέντες με τα ιδιωτικά τους αυτοκίνητα; Πόσο ενδοτική θα φαινόταν η αστυνομία αν συγκατάνευε; Ούτε βεβαίως θα αγανακτούσα που η θυγατέρα μου συναγελάστηκε για λίγες ώρες με αλλοδαπούς μικρολαθρέμπορους. Ούτε που θα αντίκρισε χέρια, κεφάλια κρατουμένων να ξεπροβάλλουν απ’ τα κάγκελα. Θεωρώ ένα τέτοιο μάθημα ζωής ανεκτίμητο. Όπως πιστεύω ότι ο κάθε δικαστής πριν ανέβει στην έδρα κι αρχίσει να ρίχνει ποινές, θα όφειλε να έχει περάσει έστω μια εβδομάδα ινκόγκνιτο στη φυλακή, ώστε να νοιώσει τί εστί βερίκοκο, έτσι φρονώ ότι οι σχολικές εκδρομές δεν θα ’πρεπε να έχουν προορισμό μονάχα αξιοθέατα, ιστορικού και τουριστικού ενδιαφέροντος. Μια επίσκεψη στο αναμορφωτήριο, στο ψυχιατρείο, σε ένα στρατόπεδο προσφύγων, μια βόλτα από τα στέκια των ναρκομανών θα ήταν παρασάγγας διδακτικότερη.

Πάω στοίχημα πως τα παιδιά που συνελήφθησαν στον «Τζόκερ» όχι απλώς δεν έχουν ψυχικά τσαλακωθεί μα και κορδώνονται στις παρέες τους. Στην ηλικία τους η παραβατικότητα ηρωοποιείται a priori –υγιές είναι αυτό– αλίμονο εάν ως έφηβος δεν βγάζεις γλώσσα στον κόσμο των μεγάλων.

Για τους γονείς ανησυχώ. Για όσους ανατρέφουν τα βλαστάρια τους σε ένα υπερπροστατευμένο περιβάλλον, σε συνθήκες αποστείρωσης, και τρέμουν νυχθημερόν μην και τυχόν τραυματιστούν ανίατα από την γκαρίδα του δασκάλου, από τον μέτριο ή τον κακό βαθμό στον έλεγχο, απ’ τους καβγάδες με τους συμμαθητές τους. Για τους γονείς που αντί να αφήσουν τα παιδιά να δυναμώσουν για να τα βγάζουν πέρα μόνα τους, μιλούν στο πρώτο πληθυντικό -«κι εμάς μάς αδίκησε η μαθηματικός»- έτοιμοι ό,τι δεν είναι χάδι, να το χαρακτηρίσουν μπούλινγκ. (Ευτελίζοντας έτσι την έννοια του μπούλινγκ.) Για τους γονείς που και αφού πετύχει ο γόνος στις Πανελλαδικές, πηγαίνουν στο πανεπιστήμιο και ρωτούν τους καθηγητές για την απόδοσή του.

Παλιά το να είσαι μαμόθρεφτο αποτελούσε ντροπή. Στις μέρες μας τείνει να γίνει δικαίωμα. Αλλάζουν οι καιροί, θα μού πείτε. Ο κόσμος εκεί έξω -φευ!- επιμένει να θυμίζει περισσότερο ζούγκλα παρά εντευκτήριο αγγέλων. Όποιου απ’ την κούνια τού στρογγυλεύουν τα δόντια, αλίμονο του. Θα τον φάνε τα λυκάκια.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *