Η μεγάλη πρόκληση για Σαμαρά, Βενιζέλο

Εφημερίδα Η Αξία
22 Ιουνίου 2013

Η τρικομματική κυβέρνηση συνιστά πλέον παρελθόν. Η αποτίμηση της συνεργασίας της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ είναι πολλαπλά χρήσιμη. Η μέχρι τώρα συμβίωσή τους ήταν ετεροβαρής, αβαθής και ιδιοτελής. Και οι τρεις, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, συμφώνησαν να συνάψουν λευκό γάμο, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις κομματικές τους σκοπιμότητες και ανομολόγητες επιδιώξεις.

Μοναδική συνεκτική ουσία της συμπαράταξής τους ήταν οι συμβατικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η χώρα έναντι των δανειστών. Θεωρώντας τα μνημόνια ως κάτι αδιαπραγμάτευτο συμφιλιώθηκαν με αυτά, αδιαφορώντας όμως στην πράξη για την υλοποίησή τους. Ωστόσο, η ανακοπή της καθοδικής πορείας της χώρας πιστώνεται σε αυτή την κυβέρνηση. Το ίδιο συμβαίνει και με τα μικρά, αλλά ουσιαστικά βήματα που έχουν γίνει στο επίπεδο της δημοσιονομικής εξυγίανσης.

Αντίθετα, παταγώδης είναι η αποτυχία στον τομέα των διαθρωτικών αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων. Κι αυτό γιατί και τα τρία κόμματα, εμποτισμένα από τον κρατισμό και τον λαϊκισμό, έχουν ως μοναδικό τους μέλημα να συντηρήσουν τις υφιστάμενες σχέσεις εξάρτησης με τη δημοσιοϋπαλληλία. Λειτουργώντας ως κόμματα του κράτους και των συνδικάτων είναι παγιδευμένα σε πολιτικές διευθετήσεων, αδιαφορώντας πλήρως για τις νέες ανάγκες που αντιμετωπίζoουν η χώρα και η οικονομία. Το παράδοξο ήταν η δυσπεψία που επέδειξε η ΔΗΜΑΡ για τις μεταρρυθμίσεις. Οι ιδεοληψίες της την κατέστησαν δύναμη αποτροπής, δείχνοντας για άλλη μια φορά ότι παραμένει Αριστερά των συνδικάτων.

Πάντως και τα τρία συγκυβερνώντα κόμματα, ως γνήσιοι εκφραστές ενός απαρχαιωμένου κρατικοδίαιτου μοντέλου, δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στα νέα δεδομένα. Και το κυριότερο από όλα, καθίστανται ανασταλτικοί παράγοντες για τον εκσυγχρονισμό και την αναδιάρθρωση των παραγωγικών και οικονομικών δομών και δραστηριοτήτων. Τα αντιμετωπίζουν ως μνημονιακές υποχρεώσεις, δηλαδή βραχύβιες παρενθέσεις, προσδοκώντας μάλιστα τη γρήγορη επιστροφή στις πρακτικές και λογικές του παρελθόντος.

Ο δημόσιος λόγος τους διαπνέεται από αναδιανεμητικές πολιτικές, από την πλειοδοσία ποικιλώνυμων οικονομικών αιτημάτων, από την άκριτη διευθέτηση πελατειακών και συντεχνιακών διεκδικήσεων. Θεωρώντας ότι το κράτος διαθέτει αστείρευτους πόρους, το χρησιμοποιούν ως ιμάντα για την εξυπηρέτηση των μικροκομματικών τους επιδιώξεων και για την ισχυροποίηση της πολιτικής τους κυριαρχίας.

Δεν αντιλαμβάνονται τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, δεν μπορούν να καταλάβουν την ανάγκη να ενισχυθούν η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητά της, δεν νοιάζονται για το αναπτυξιακό μοντέλο, στο οποίο θα μπορούσε να στηριχθεί. Γι’ αυτό και οι πολιτικές τους παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες αυτοπεριορίζονται σε ζητήματα ήσσονος σημασίας.

Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και πολλούς μήνες έχουν αναδείξει ως εθνικό στόχο τη μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση. Ούτε είναι τυχαίο το γεγονός ότι διαπληκτίζονται μεταξύ τους για το αν πρέπει τα καταστήματα να είναι ανοικτά και τις Κυριακές. Ζώντας στον μικρόκοσμό τους και αποκομμένοι πλήρως από την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, δεν μπορούν να αντιληφθούν τις μεγάλες αλλαγές που έχουν συντελεστεί σε εθνικό, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Γι’ αυτό και παραμένουν καθηλωμένοι στον παλιό κακό εαυτό τους.

Αντιμετωπίζοντας τους πολίτες ως πελάτες, διακινούν το «προϊόν» τους στην πολιτική αγορά με γνώμονα την άγρα ψήφων. Αν και επικαλούνται την κοινωνία, στην πραγματικότητα δεν νοιάζονται για αυτήν. Δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι, έχουν ασπαστεί τη γνωστή φράση της Μάργκαρετ Θάτσερ «Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο τα άτομα και οι οικογένειές τους». Καθοδηγούμενοι από αυτή την αντίληψη, την οποία υποτίθεται ότι θεωρούν σκληρή και ανάλγητη, αγνοούν παντελώς το γενικό συμφέρον της χώρας. Αδιαφορούν για την υστέρηση και υπανάπτυξή της, σφυρίζουν αμέριμνα ακόμη και όταν βλέπουν την ελληνική οικονομία να είναι βαριά άρρωστη.

Δεν αλλάζουν τίποτα στη δημόσια διοίκηση, γιατί δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν κανέναν. Δεν επιταχύνουν τις αποκρατικοποιήσεις, διότι φοβούνται τις εστίες αντίδρασης από αυτούς που θα χάσουν τα προνόμιά τους. Δεν αξιοποιούν τη δημόσια περιουσία, γιατί δεν θέλουν να πάνε κόντρα στους τοπικούς άρχοντες και στα τοπικά συμφέροντα. Δεν προχωρούν στη φορολογική μεταρρύθμιση, γιατί αδυνατούν να πάνε κόντρα στην έλλειψη φορολογικής συνείδησης.

Ανέχονται τις περιώνυμες συντεχνίες, ακόμα και όταν αυτές, υπερασπιζόμενες τα προνόμιά τους, καταφεύγουν σε αντικοινωνικές μεθόδους, καταλαμβάνοντας δημόσιους χώρους, κλείνοντας νοσοκομεία, δικαστήρια, σχολεία, πανεπιστήμια, φαρμακεία. Σήμερα τα κόμματα στην ουσία υποκαθιστούν τις πλήρως απαξιωμένες συνδικαλιστικές οργανώσεις ισχυρών συντεχνιακών συμφερόντων. Έχουν αυτοπαραιτηθεί από τον παιδαγωγικό ρόλο του πολιτικού καθοδηγητή.

Το κλείσιμο της ΕΡΤ δεν μας έδειξε μόνο πόσο ανερμάτιστη ήταν η απόφαση της κυβέρνησης, αλλά και πόσο επιζήμια είναι για το πολιτικό σύστημα η ταύτιση των κομμάτων με τις συνδικαλιστικές και συντεχνιακές οργανώσεις. Η χώρα δεν οδηγήθηκε σε πολιτική αστάθεια και αβεβαιότητα όταν η τρικομματική κυβέρνηση έβαζε μαχαίρι στις συντάξεις και στους μισθούς, ούτε όταν οι άνεργοι από τον ιδιωτικό τομέα έφτασαν στον εξωφρενικό αριθμό του ενάμισι εκατομμυρίου, αλλά όταν έκλεισε η ΕΡΤ!

Χρειάστηκε να γίνουν μαραθώνιες συσκέψεις των τριών πολιτικών αρχηγών, προκειμένου να μην αναστείλει τη λειτουργία της η δημόσια τηλεόραση. Ακούσαμε τα πολιτικά στελέχη των κομμάτων να υποκαθιστούν τους συνδικαλιστές της ΠΟΣΠΕΡΤ. Είδαμε να μπαίνουν κόκκινες γραμμές όταν στο παρελθόν έκαναν γαργάρα τις κόκκινες γραμμές τους για το χαράτσι της ΔΕΗ, για τις εργασιακές σχέσεις, για τις οριζόντιες περικοπές κ.ά. Και το αποκορύφωμα όλων «θαυμάσαμε» την αυτοαποκαλούμενη «Αριστερά της ευθύνης» να αποχωρεί από την κυβέρνηση συνεργασίας, επιμένοντας στην επαναπρόσληψη όλων των εργαζομένων στη Νέα Δημόσια Τηλεόραση, αποδεικνύοντάς μας ότι τελικά είναι η Αριστερά των συντεχνιών.

Τελικά είναι περισσότερο από εμφανές πως η αντιπαράθεση των τριών κυβερνητικών εταίρων, με αφορμή την ΕΡΤ, ήταν για το πάπλωμα – όχι για να τεθούν επί τάπητος τα ζητήματα των αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων στο κράτος και στη διοίκηση, αλλά για να διευθετηθούν οι μεταξύ τους σχέσεις, εν όψει ανασχηματισμού του κυβερνητικού σχήματος, και να αντιμετωπιστούν οι μικροκομματικές ανάγκες του καθενός.

Ο Σαμαράς φαίνεται να ανησυχεί για τις δεξιές διαρροές που εμφανίζει το κόμμα του. Ο Βενιζέλος επιζητεί ενίσχυση του πολιτικού ρόλου του ΠΑΣΟΚ και των στελεχών του. Ο δε Κουβέλης, μέχρι την τελευταία στιγμή, δεν υπερασπίστηκε μόνο τους υπουργούς που η ΔΗΜΑΡ είχε υποδείξει, όταν η αναποτελεσματικότητα και η ανεπάρκειά τους ήταν πρόδηλη, αλλά συμπεριφέρθηκε και ως πολιτικός συνήγορος όλων των συντεχνιών.

Όμως, πέρα από όλα αυτά, το βέβαιο είναι ότι η νέα κυβέρνηση συνεργασίας, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, αν δεν απεξαρτηθεί από τις παθογένειες του κομματισμού, του λαϊκισμού και του συντεχνιασμού, δεν θα μπορέσει να κάνει πράξη τις αναγκαίες τομές στο κράτος, στη διοίκηση, στην οικονομία.

Οι νέοι κυβερνητικοί εταίροι Σαμαράς και Βενιζέλος έχουν μια μεγάλη ευκαιρία να σταθούν πάνω από τα κόμματά τους, τα οποία είναι φθαρμένα και ανεπαρκή πολιτικά προϊόντα. Άλλωστε, γνωρίζουν και οι δύο πάρα πολύ καλά ότι οι δεξαμενές τους έχουν στερέψει εδώ και καιρό. Τα ικανά στελέχη που έχουν απομείνει σε αυτά δεν επαρκούν για τις ανάγκες της χώρας και της κοινωνίας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *