Η κλιματική αλλαγή, τα αποψιλωμένα δάση και η τσιμεντοποίηση

Γιάννης Ελαφρός
Καθημερινή,  19/11/2017

Το τρομερό σοκ των θανατηφόρων πλημμυρών στη Δυτική Αττική παρασέρνει όλα τα «ναι μεν αλλά» πολιτικών και διοικητικών παραγόντων. Προκλήσεις που έρχονται από το μέλλον και το παρελθόν πρέπει να απαντηθούν στο «τώρα», για να μη θρηνήσουμε ξανά νεκρούς από πλημμύρες μερικά χιλιόμετρα από την Αθήνα.

Πρώτον, ο καιρός αλλάζει, η κλιματική αλλαγή είναι εδώ, ο θερμοστάτης της Γης έχει «πειραχθεί» και θα βρισκόμαστε τα επόμενα χρόνια μπροστά σε όλο και πιο αλλόκοτα περιστατικά. Πλήθος επιστημονικών εκθέσεων προειδοποιούσε για τον ραγδαίο, «ακραίο», ταχύτατα εναλλασσόμενο τρόπο εκδήλωσης των καιρικών φαινομένων. Δεν δίνουμε σημασία… Κι όμως, τα ξημερώματα της Τετάρτης η ισχυρότατη βροχή στο όρος Πατέρας, που έπνιξε Μάνδρα και Νέα Πέραμο, εκδηλώθηκε ως ένα ιδιαίτερα τοπικό φαινόμενο, που δεν μπορούσε να προβλεφθεί και δεν είχε καμία σχέση με τις ποσότητες βροχής που έπεφταν χαμηλότερα. Αυτό σημαίνει πως οι υπηρεσίες πρόβλεψης και έγκαιρης προειδοποίησης (που έχουν αναπτυχθεί) και η Πολιτική Προστασία, πρέπει να ανεβούν σε άλλο επίπεδο. Επίσης, πως όλα τα δομικά έργα πρέπει να σχεδιάζονται (και να επανεκτιμηθούν) λαμβάνοντας υπόψη συντελεστές πολύ μεγαλύτερης επικινδυνότητας.

Δεύτερον, τα δάση όχι μόνο δίνουν ζωή, αλλά και σώζουν ζωές. Το αποψιλωμένο όρος Πατέρας, που αντιμετώπισε πυρκαγιές το 2016 και φέτος (κάηκαν αθροιστικά 430 στρέμματα), χωρίς να γίνουν αντιπλημμυρικά έργα, λειτούργησε ως «επιταχυντής» της ορμητικής καθόδου νερών και μπαζών. Στην Αττική των μεγάλων οικιστικών πιέσεων καταγράφονται κάθε χρόνο κατά μέσον όρο 83 πυρκαγιές και καίγονται 43.117 στρέμματα δασών, δασικών εκτάσεων και βοσκοτόπων. Τα δάση όμως και οι περιοχές με φυτοκάλυψη και χώμα συγκρατούν τα νερά, εμποδίζουν τα φερτά υλικά, λειτουργούν ως ασπίδα προστασίας των οικισμών. Να ένας ακόμα λόγος για να αναχθεί η προστασία των δασών σε προτεραιότητα.

Τρίτον, η ατέλειωτη τσιμεντοποίηση ενισχύει τους κινδύνους. Και δεν μιλάμε μόνο για την άναρχη επέκταση των οικισμών (μέσω των αυθαιρέτων), αλλά και την εκπόνηση ανεπαρκέστατων σχεδίων πόλης. Το παράδειγμα της Μάνδρας, όπου μια πόλη κτίστηκε πάνω σε δύο επικίνδυνα ρέματα, είναι αποκαλυπτικό και ίσως ακραίο. Δεν είναι όμως το μόνο. Το 1945, δομημένο χώρο αποτελούσε μόλις το 17,7% της Αττικής. Το 1973 είχε ήδη φθάσει το 39,55%, ενώ στις αρχές του 21ου αιώνα, το 68,5%! Ειδικά στην Αθήνα υπολογίζεται ότι πάνω από το 80% της συνολικής έκτασης αποτελείται πια από αδιαπέραστες επιφάνειες για τα ύδατα (κτίρια, δρόμοι, πλακόστρωτα, έργα υποδομής κ.λπ.), ενώ μόνο το 20% αποτελείται από χώμα. Το νερό της βροχής δεν διηθείται στο έδαφος και κινείται ολοένα πιο ορμητικά. Σύμφωνα με μελέτη του ΕΜΠ, η πλημμυρική παροχή στην Αττική έχει υπερδιπλασιαστεί από το 1945.

Τέταρτον, το επίπεδο περιβαλλοντικής επάρκειας όλων των έργων πρέπει να αλλάξει ποιότητα. Είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ πως μεγάλο μέρος των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων που υποβάλλονται και εγκρίνονται –κυρίως για μεγάλα έργα– είναι ανεπαρκέστατες, προϊόντα copy paste και βεβαίως πάντα αποσκοπούν να πείσουν πως το έργο πρέπει να γίνει, έστω με μικρές διορθωτικές παρεμβάσεις. Στο «ακραίο» μέλλον της κλιματικής αλλαγής παρόμοιες λογικές είναι επικίνδυνες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *