Η ηγετικότητα, δείκτης ικανότητας

Εφημερίδα Τα Νέα
12 Φεβρουαρίου 2019

Διαδεδομένη είναι η αντίληψη εντός και εκτός συνόρων ότι πλέον στην πολιτική δεν υπάρχουν ηγέτες. Το έλλειμμα προσωπικοτήτων με ισχυρό ηγετικό διαμέτρημα αποτελεί αντικείμενο ευρείας συζήτησης σε Ευρώπη και Αμερική. Οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται συγκλίνουν στην άποψη ότι η όξυνση των προβλημάτων σε πολλές χώρες οφείλεται στην απουσία άξιων ηγεσιών. Μάλιστα, αρκετοί συγκρίνουν τον Κολ, τον Μιτεράν, τον Κλίντον, τον Ομπάμα, τον Σρέντερ, τον Μπλερ, τη Θάτσερ, με τους σημερινούς πρωταγωνιστές.

Η επίκληση των προγενέστερων, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην αποδοχή της πολιτικής τους. Πάντως, η υπεροχή τους συνίσταται και στο ότι ενσάρκωναν συγκροτημένες στρατηγικές επιδιώξεις. Δεν περιορίζονταν στην απλή διαχείριση. Ούτε εξαντλούσαν τις δυνατότητές τους σε κοντόφθαλμες πρακτικές – μικροπολιτικές, ψηφοθηρικές. Η κυριαρχία τους στηριζόταν σε συγκεκριμένους εθνικούς και πολιτικούς στόχους. Το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν είναι τυχαίο πως απέκτησε πνοή και υπόσταση με το δίδυμο Κολ-Μιτεράν.

Στην εγχώρια σκηνή υπάρχουν παραδείγματα ικανών ηγεσιών. Στη μεταπολιτευτική περίοδο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κώστας Σημίτης άφησαν με το έργο τους ισχυρό και διακριτό αποτύπωμα. Η αναίμακτη μετάβαση στο δημοκρατικό πολίτευμα και η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ πιστώνονται στον Κ. Καραμανλή. Το τέλος του μετεμφυλιακού κράτους, η θεμελίωση κοινωνικών δομών, ο ουσιαστικός εκδημοκρατισμός της δημόσιας ζωής, η θεσμοθέτηση του ΑΣΕΠ ταυτίζονται με τον Α. Παπανδρέου. Η συμμετοχή μας στην ΟΝΕ, τα μεγάλα έργα υποδομής, οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, η προσχώρηση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν τα επιτεύγματα του Κ. Σημίτη.

Και οι τρεις επέδειξαν πολιτική αποτελεσματικότητα και διαχειριστική ικανότητα. Υπηρέτησαν μακροπρόθεσμους στόχους για τη χώρα και την οικονομία της. Τα προβλήματα που εμφανίστηκαν στη διάρκεια της θητείας τους, ακόμη και κάποιες σκιερές πλευρές, οφείλονταν στη μικροφυσική της εξουσίας. Δεν ακυρώνουν την ηγετικότητα ούτε την προσφορά τους.

Η επέλαση της χρεοκοπίας επιβεβαίωσε το ηγετικό έλλειμμα της νεοκαραμανλικής διακυβέρνησης. Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός δεν οφειλόταν στην εκδίκηση της Ιστορίας. Ήρθε ως φυσική συνέπεια μιας ανεπαρκούς και αναποτελεσματικής ηγεσίας. Για τον ίδιο λόγο καθίσταται ατελέσφορη και η έξοδος από την κρίση. Η επιτυχία του Αλέξη Τσίπρα έγκειται στο ότι εξέφρασε τη δυσαρέσκεια και την αγανάκτηση μερίδας πολιτών. Η πρωθυπουργία, όμως, αποδείχθηκε σκληρή δοκιμασία. Δεν ακύρωσε μόνο τα πολιτικά του φληναφήματα. Αναγκαστικά έκρινε και τις όποιες ηγετικές του ικανότητες.

Τα επικοινωνιακά του χαρίσματα δεν καλύπτουν την απουσία πολιτικού βάθους, την έλλειψη επαρκούς γνώσης και εμπειρίας. Η ελαφρότητα που επιδεικνύει στη διαχείριση καίριων θεμάτων, σε συνδυασμό με την άγνοια κινδύνου, καθιστούν ασθενική την ηγετικότητά του. Η διαπίστωση αυτή επιτείνεται και από το ότι δεν διαθέτει σχέδιο για τη χώρα. Τα περί «τέλους των μνημονίων» το αποδεικνύουν, καθώς στερούνται πρακτικού αντικρίσματος.

Προφανώς, κι ο Μητσοτάκης, όταν κληθεί να κυβερνήσει, πρωτίστως θα αξιολογηθεί και θα προσμετρηθεί για την ηγετική του αξία. Άλλωστε, τα σημερινά αδιέξοδα της Ελλάδας αναδεικνύουν τον παράγοντα «ηγετικότητα» ως πρωτεύον ζήτημα. Κι αυτό διότι είναι δείκτης ικανότητας και αποτελεσματικότητας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *