Η εκκλησία δεν έχει να φοβηθεί

Εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία
11 Ιουνίου 2000

Τo δίλημμα, αν ως χώρα θα συμμετέχουμε ενεργά στα παγκόσμια δρώμενα, ή αν, αντίθετα, θα οδηγηθούμε σε κάποιου είδους εθνικό απομονωτισμό είναι, κατά τη γνώμη μου, εντελώς πλαστό.

Κι ‘αυτό για δύο λόγους: Πρώτον γιατί η ουσία του ανθρώπου είναι κοινωνική, άρα ζει μέσα σε μια κοινότητα τοπική, εθνική και παγκόσμια και δεύτερον γιατί πλέον όλα τα προβλήματα κι επομένως οι λύσεις ορίζονται  σε παγκόσμια κλίμακα.

Εμείς έχουμε κ’ έναν τρίτο λόγο. Αν θέλουμε να είμαστε ο εαυτός μας δεν αρκεί να κοιταζόμαστε στον καθρέφτη, αλλά στα μάτια των άλλων, των διαφορετικών.

Πέρα απ’ όλα αυτά, αν υπάρχει ένας λαός που δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από την παγκόσμια συνάντηση των πολιτισμών, αυτός είναι ο ελληνικός λαός! Ερχόμαστε από μακριά, έχουμε τεράστια ιστορία και παράδοση. Όμως την παράδοσή μας δεν πρέπει να την κάνουμε “μουσείο” αλλά ζωντανή καθημερινότητα.

Ο φετιχισμός της παράδοσης, η ανάδειξή της σε ακίνητη και μη μεταβαλλόμενη αξία εμποδίζει τη ζωή και την εξέλιξη, εμποδίζει την κίνηση της ιστορίας, αλλά προσβάλλει και την ίδια την παράδοση.

Επομένως, για να έρθω στο ζήτημα των “αστυνομικών ταυτοτήτων”, πρέπει να πω ότι η Εκκλησία μας δεν έχει να φοβηθεί τίποτα μπροστά στις προκλήσεις της εποχής μας. Το αντίθετο. Μπορεί να συμβάλει με την πνευματικότητά της σ’ ένα τεχνολογικό πολιτισμό που ενώ λύνει τεχνικά προβλήματα, συσσωρεύει πνευματικά και ηθικά αδιέξοδα.

Η ταυτότητα του λαού μας, δεν είναι, δεν μπορεί να είναι ένα αστυνομικό έγγραφο, αλλά ο ιστορικά δημιουργημένος πολιτισμικός μας κώδικας.

Τι νόημα έχει λοιπόν η φοβική στάση έναντι των άλλων ευρωπαϊκών ή άλλων χωρών;

Δεν προσφέρουν στον ελληνικό λαό όσοι καλλιεργούν την ανασφάλεια και το φόβο για το νέο. Το έχω ξαναπεί η παγκοσμιοποίηση περικλείει κινδύνους. Όπως ακριβώς σε μια ανοιχτή και φουρτουνιασμένη θάλασσα, πρέπει να κρατήσουμε σταθερό τιμόνι και πορεία. Να μην κλειστούμε στο αμπάρι. Μέσα από αυτή την οπτική βλέπουμε και το θέμα των αστυνομικών ταυτοτήτων.

Δεν αντιδικούμε με την Εκκλησία, έχοντας όμως συναίσθηση των ιστορικών μας ευθυνών, δεν έχουμε το δικαίωμα να καλλιεργήσουμε  σύγχυση των ρόλων. Ανάμεσα σε κράτος και Εκκλησία. Θα ήταν καταστρεπτική για τη χώρα ακόμα και η αμυδρή εντύπωση κάποιας … δυαρχίας. Δεν έχουμε το δικαίωμα απέναντι στο λαό, την ίδια την ιστορία αλλά προπαντός έναντι του μέλλοντός μας να θολώσουμε τη φυσιογνωμία και τη λειτουργία του κράτους.

Σ’ όσους εξάλλου επικαλούνται την πλειοψηφία του λαού, για να στηρίξουν τη σεβαστή βεβαίως γνώμη τους, πρέπει να πούμε: Οτι στη χώρα μας δεν ισχύει κάποιου είδους δημοψηφισμιακή δημοκρατία, αλλά η  νόμω κρατούσα πολιτεία.

Ο λαός αποφασίζει συντεταγμένα από ποια πολιτική παράταξη και με ποιο πολιτικό πρόγραμμα θα κυβερνηθεί. Αυτό είναι το κοινοβουλευτικό μας σύστημα. Πουθενά δεν προβλέπεται και δεν είναι δυνατόν να γίνει πράξη κάποια “δημοφηφισμιακή διαδικασία” για κάθε πρόβλημα.

Αυτές τις μέρες καλλιεργείται μια σκόπιμη σύγχυση.  Η “αστυνομική ταυτότητα” ταυτίζεται με την πολιτισμική μας ταυτότητα. Αυτή η ταύτιση είναι απλώς ύβρις. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι οι οποίοι εστιάζουν το πρόβλημα στη διαδικασία. Στην -δήθεν- άρνηση του Πρωθυπουργού για διάλογο.

Ας ξεκαθαρίσουμε το ζήτημα.
Ο Πρωθυπουργός είναι βασικός θεσμός της δημοκρατίας. Οι επιλογές και οι πράξεις του έχουν λοιπόν θεσμικό χαρακτήρα. Η επιλογή του διαλόγου για ένα συγκεκριμένο ζήτημα δεν είναι υπόθεση “καλών τρόπων” ή φιλικών διαθέσεων, αλλά συγκεκριμένη θεσμική επιλογή.

Δικαιούται ο Πρωθυπουργός να θέσει υπό συζήτηση, άρα αμφισβήτηση τις καταστατικές αρχές της Πολιτείας; Ο Πρωθυπουργός δεν έχει το δικαίωμα ορισμένων επιλογών από το ίδιο το Σύνταγμα. Ο ρόλος του Πρωθυπουργού δεν είναι η καλλιέργεια εντυπώσεων και δημοσίων σχέσεων. Ούτε ο ρόλος του είναι να χαϊδεύει τα αυτιά κάποιων. Οι κυβερνώντες τη χώρα είναι υπεύθυνοι για τη ζωή και την ευημερία των πολιτών, για το ίδιο το μέλλον τους.

Η Εκκλησία, λοιπόν, ξαναλέω δεν έχει να φοβάται τίποτα.  Η εξουσία της βρίσκεται βαθιά ριζωμένη στις καρδιές και τις ψυχές των Ελλήνων και Ελληνίδων πιστών, όχι στα δημόσια έγγραφα.
Κλείνοντας θέλω να υπογραμμίσω ότι η χώρα διέρχεται μια κρίσιμη περίοδο μετάβασης. Θα αποτελούσε ιστορικό έγκλημα να πετάξουμε όλες τις κατακτήσεις μας στη θάλασσα για … συναισθηματικούς λόγους.

Να βγάλουμε μόνοι μας τα μάτια μας. Επομένως η ιεραρχία της Εκκλησίας πρέπει να επιστρέψει στο τραπέζι του διαλόγου  προκειμένου να συζητήσει όλα τα θέματα που απασχολούν τις σχέσεις της με το Κράτος. Τέλος όσοι πολιτικοί δημαγωγούν επί του θέματος ας αναλογιστούν τις ιστορικές ευθύνες τους.  Και αυτό γιατί δεν αρμόζει στην Εκκλησία ο συνδικαλιστικός ρόλος. Αλλά και γιατί δεν αξίζει η Ελλάδα τις σκιαμαχίες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *